«Τα χέρια της γραφής»

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΡΜΟΥ

 

Όταν κοιτάζεις στα μάτια, οι φωνές σωπαίνουν.

Έχω μέσα μου έναν άθεο άστεγο που τρέχει στην εκκλησία για να φάει ψωμί.

Μέσα μου υπάρχει ένας νευρικός που πατάει επίμονα την κόρνα στον δρόμο γιατί βιάζεται.

Μέσα μου υπάρχει ένα κρεμασμένο χαμόγελο έτοιμο να πεθάνει από μελαγχολία.

 

Ευριπίδου και Σωκράτους πρωί στην Αθήνα τα εμπορεύματα φτιαγμένα από αντιγραφή για τσέπη φτωχή.

 

Και πιο κάτω στην Ερμού τα περιτυλίγματα γυαλίζουν.

 

Ανάμεσα τους άνθρωποι όλων των ειδών περπατούν με μια ταμπέλα στο χέρι.

Ο καθένας με τη δική του τιμή· πουλιούνται σε κάθε είδους αγοραπωλησία.

Θυμάμαι τους ασπριτζήδες κάποτε που στέκονταν στα πεζοδρόμια και ανάλογα την προσφορά τους πιάνανε το μεροκάματο.

 

Έτσι θα έπρεπε να στεκόμαστε και εμείς να είναι ξεκάθαρη η συμφωνία στην συνδιαλλαγή μας.

Προσδοκίες, προσμονές δεν υπάρχουν.

Το ψέμα θα περίσσευε.

Αλίμονο σε αυτούς που δεν θα έχουν να αγοράσουν.

*

 

ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

Η Παλαιστίνη μου γράφει ποιήματα, μου μιλάει για τριαντάφυλλα.

Καθώς εσύ ανεβαίνεις στον λόφο εγώ τον κατεβαίνω.
Εξάρχεια-Κυψέλη και έρχεσαι με τα πριόνια.

Πατησίων και Αλεξάνδρας και μια βεντάλια από την Ισπανία, γνέφει το πρόσωπο μου την ώρα που πλένεις τα μαύρα σου ρούχα στον νιπτήρα.

Έπειτα ανεβαίνω στον 4ο όροφο και ενώ εσύ για πόρτα έχεις ένα ψυγείο,
εγώ ψάχνω να βρω την έξοδο μιας και μπήκα σε σωστή πολυκατοικία,

…σε λάθος όροφο.

Δίπλα, ο ρακοσυλλέκτης πλένει τα αίματα ενός μειδιάματος που έσκασε κάτω από το μουστάκι σου.

Πίσω από τη σφραγισμένη πόρτα, κρατάς μια κεφαλή αίγας από το καλοκαίρι που είναι ακόμα αναμμένο στον χειμώνα που μόλις νύχτωσε.

 

 *

ΚΩΣΤΑΣ

Και βγαίνουν οι άνθρωποι τις νύχτες απελπισμένα.

Και πνίγονται οι άνθρωποι τις νύχτες απελπισμένα.

 

Και τότε λες

…καλά έκανε εκείνος ο άνθρωπος που πήρε το πρωί την ομπρέλα του με ήλιο και πήγε να πηδήξει στο πηγάδι.

 

Την νύχτα τον μαζέψανε.

Ήτανε μούσκεμα ολόκληρος, χωρίς ίχνος απελπισίας.

 

 *

 

ΑΠΑΘΕΙΑ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Τώρα που έγινα ίδια με το χρώμα του καναπέ, σκέφτομαι πόσες μέρες χρειάστηκαν για να έρθω σε μια ευθεία γραμμή.

Να περάσω όλα τα εμπόδια,
‌ν’ανοίξουν οι πόρτες να περάσω,
‌να πηδήξω από τα παράθυρα,
‌να περάσω από λεωφόρους.

 

Έρχομαι ή ξεφεύγω από σένα, δεν έχει σημασία πια, ο τόπος είναι ίδιος.

‌ Και φωτιά να βάλω να σε κάψω, να κάψω τα σκαλιά σου, να κάψω τα κλειδιά σου, δεν αρκεί· το ξέρω. Η μνήμη μοιάζει με ηφαίστειο.

‌Είναι που θέλω να σε αγγίξω και μοιάζω με διαμελισμένη.

‌Σκέψου…

‌Είναι σαν να μην έχω χέρια και εσύ τόσο κοντά,
και όμως θα έβρισκα χέρια να σε αγγίζουν και ας μην ήταν τα δικά μου.

Ο σερβιτόρος θα έχει πια γεράσει στο καφέ, θα πηγαίνει όλο και πιο αργά, μα αυτό το περπάτημα είναι που θέλω να ζήσω.

‌Σε κοιτάζω από μακριά και σίγουρα κρυφά-κρυφά.

‌Εσύ γυρνάς την πλάτη σου και πίσω τρέχει ο εμετός σου. Εγώ τον μαζεύω, τον τυλίγω στο φθαρμένο πάπλωμα που στολίζει το κρεβάτι.

Βγαίνω έξω στο δρόμο και οι άνθρωποι κομπάρσοι,
όλοι ίδιοι, έχουν το ίδιο πρόσωπο· υπάρχουν μόνο για να καλύπτουν το θόρυβο.

 

*

 

ΤΣΟΥΚΝΙΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

Πλήξη, εμμονή, σπασμωδικές κινήσεις.

Η σιωπή σου ένας ουρανός μαχαίρι.

Φιλιά στα δόντια.

Βγάλτε τα κουδούνια από τα διαμερίσματα και βάλτε στα τραγιά.

Τα περιστέρια στον φούρνο.

Oι καλόγριες έχουν περίοδο το καλοκαίρι.

Λίγη κλεμμένη καύλα από “Μέγα Ανατολικό”.

Η σκόνη μπήκε σε κονσέρβα.

Οι σόλες λιώσανε και στο δρόμο έχει τσουκνίδες.

Σε θυμάμαι ακόμα.
Η απουσία σου παρόν.

Τα τσιμέντα βράζουν.

Και εσύ επιμένεις να με ρωτάς πως γίνεται να βγαίνει η τσουκνίδα μέσα από την άσφαλτο.

Μα πως; αφού περάσαμε ένα βράδυ από κει.

 

 *

ΗΜΙΥΠΟΓΕΙΟ

Έρχονται γράμματα στους νεκρούς της πολυκατοικίας.

 

Φάκελοι μαζεύονται κάθε τόσο για πεθαμένους στο χαλάκι.

 

Τα πατάω κατά λάθος και ψάχνω να βρω το όνομα μου.

 

*

 

ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ ΓΙΑ ΤΙΤΛΟ

 

Ψάχνοντας για τίτλους ποιημάτων τα παγίδεψα κατά λάθος.

 

Έτσι τα άφησα να δραπετεύσουν ανώνυμα.

 

Φτάσουν δεν φτάσουν.

 

 

*********************************************************************************************

Μεγαλωμένη ως την εφηβεία στην εξοχή, σε ένα μικρό χωριό της Ευρυτανίας ονόματι Βίνιανη. Από τότε και ως σήμερα ζω στην κυψέλη στην Αθήνα. Τελείωσα το ενιαίο λύκειο και έπειτα εργάστηκα σε διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια στιγμή φοίτησα σε ιδιωτικό ΙΕΚ πάνω στην ειδικότητα “τεχνικός διακόσμησης”. Απέκτησα μια κόρη και στην πορεία της πολυετούς ανεργίας ασχολήθηκα με την μαγειρική και την ζαχαροπλαστική. Βιοπορίζομαι στο χώρο αρτοποιείας και εστίασης. Η ποίηση εμφανίστηκε στην έκτη δημοτικού όπου το πρώτο ποίημα μου το έγραψα σε ένα διάλειμμα πάνω στο θρανίο. Από τότε έγραφα διάφορα τα οποία έχουν χαθεί στις πολλές μετακομίσεις που κάναμε με την οικογένειά μου. Αυτή η συλλογή είναι η πρώτη που θέλησα να εκδόσω η οποία βγήκε το έτος 2021 στην καραντίνα του COVID 19. Δεν έχει καμία σχέση με την πανδημία όμως βοήθησε να έχω χρόνο να την συντάξω επίσημα