Ο Γιάννης Βούλτος ανθολογεί και διαβάζει ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη.

ΟΜΟΡΦΙΑ

Ράντισε τήν ἀσκήμια μ’ ὀμορφιά
πῆρε μιά κιθάρα
πῆρε ἕνα ποτάμι πλάι-πλάι
Τραγουδώντας

Ἔχασε τή φωνή του
τοῦ τήν ἔκλεψε ἡ ἔξαλλη γυναίκα
πού ‘κοψε τό κεφάλι της στά κόκκινα νερά
κι ὁ φτωχός δέν ἔχει πιά φωνή νά τραγουδήσει
καί τό ποτάμι τό ἤρεμο κεφάλι
κυλάει μέ βλέφαρα κλειστά

Τραγουδώντας

Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)


Ο ΝΕΚΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Δ’ ΑΡΚΟΖΙ

Στόν Νίκο Ἐγγονόπουλο

Ὁ Ἰωάννης Βενιαμίν δ’ Ἀρκόζι πού πέθανε —
«ἐν ζωῇ» — καί ἀναστήθηκε μόλις νυχτώνει
κάθε βράδυ σφάζει τά κοπάδια του — γίδια βόδια καί
πρόβατα πολλά — πνίγει ὅλα τά πουλιά του ἀδειάζει
τά ποτάμια του καί πάνω στόν κατάμαυρο σταυρό
πού ‘χει στημένο καταμεσίς στό δωμάτιό του
σταυρώνει τήν ἀγαπημένη του. Ὕστερα κάθεται μπρός
στʼ ἀνοιχτό παράθυρο καπνίζοντας τήν πίπα του
φτωχός καί δακρυσμένος καί σκέφτεται νά ‘χε
κι αὐτός κοπάδια βόδια γίδια καί πρόβατα πολλά
νά ‘χε ποτάμια μέ γρήγορα ὁλοκάθαρα νερά
νά θαύμαζε κι αὐτός τό φτερούγισμα τῶν πουλιῶν
νά χαίρονταν κι αὐτός τή ζεστή ἀνάσα τῆς γυναίκας

ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ (1948)

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Νύχτα ἦταν
καί λαλοῦσαν τά κοκόρια
καρφωμένα γύρω-γύρω
σ’ ἕνα φεγγάρι
ἀπό μπαμπάκι
φωσφορικό

Ὅλοι προσμέναν τό θαῦμα
γιατί κάποιο θαῦμα
θά γινόταν ἀπόψε
στήν καρδιά τοῦ βιολιοῦ

Ὅμως κι οἱ τρεῖς κοπέλες
ἦρθαν μαυροντυμένες
κρατώντας τήν ἄδεια
μαύρη θήκη τοῦ βιολιοῦ

Κλαῖγαν καί λέγαν
πώς κανένα θαῦμα
τώρα πιά δέ γίνεται
στόν οὐρανό

ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ (1948)

ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ

Μή φεύγεις θηρίο
θηρίο μέ τά σιδερένια δόντια
θά σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
θά σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
θά σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
θά σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νά παίζεις

Θά σέ φέρω σ’ ἄλλα λιμάνια
νά δεῖς τά βαπόρια πῶς τρῶνε
τίς ἄγκυρες
πῶς σπάζουν στά δυό τά κατάρτια
κι οἱ σημαῖες ξάφνου νά βάφονται μαῦρες

Θά σοῦ βρῶ πάλι τό ἴδιο κορίτσι
νά τρέμει δεμένο στό σκοτάδι τό βράδυ
θά σοῦ βρῶ πάλι τό σπασμένο μπαλκόνι
καί τό σκύλο οὐρανό
πού βαστοῦσε τή βροχή στό πηγάδι

Θά σοῦ βρῶ πάλι τούς ἴδιους
στρατιῶτες
αὐτόν πού χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
μέ τήν τρύπα πάνω ἁπ’ τό μάτι
κι αὐτόν πού χτυποῦσε τή νύχτα τίς
πόρτες
μέ κομμένο τό χέρι

Θά σοῦ βρῶ πάλι τό σάπιο τό μῆλο

Μή φεύγεις θηρίο
θηρίο μέ τά σιδερένια δόντια

ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ (1952)


Η ΑΠΟΚΡΙΑ

Μακριά σ’ ἕν’ ἄλλο κόσμο γίνηκε αὐτή
ἡ ἀποκριά
τό γαϊδουράκι γύριζε μέσ’ στούς ἔρημους δρόμους
ὅπου δέν ἀνάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ἀνέβαιναν ὁλοένα στόν οὐρανό
κατέβαιναν μιά στιγμή νά πάρουν τούς ἀετούς τους
πού τούς εἶχαν ξεχάσει
ἔπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τίς καρδιές
μιά γυναίκα γονατισμένη
ἀνάστρεφε τά μάτια της σά νεκρή
μόνο περνοῦσαν φάλαγγες στρατιῶτες ἕν-δυό
ἕν -δυό μέ παγωμένα δόντια

Τό βράδυ βγῆκε τό φεγγάρι
ἀποκριάτικο
γεμάτο μίσος
τό δέσαν καί τό πέταξαν στή θάλασσα
μαχαιρωμένο

Μακριά σ’ ἕν’ ἄλλο κόσμο γίνηκε αὐτή
ἡ ἀποκριά

ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ (1952)

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΛΑΓΟΣ

Γύριζε στούς δρόμους ὁ τρελός λαγός
γύριζε στούς δρόμους
ξέφευγε ἀπ’ τά σύρματα ὁ τρελός λαγός
ἔπεφτε στίς λάσπες

Φέγγαν τά χαράματα ὁ τρελός λαγός
ἄνοιγε ἡ νύχτα
στάζαν αἷμα οἱ καρδιές ὁ τρελός λαγός
ἔφεγγε ὁ κόσμος

Βούρκωναν τά μάτια του ὁ τρελός λαγός
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελός λαγός
θάνατος στό στόμα

ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ἤ Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ (1958) 

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Δέν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σέ κρότους
μέσα σέ κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τή μίαν ἥμερα ἔτρεμα
τήν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στό φόβο
μέσα στό φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου

Δέν ἔχω γράψει ποιήματα
δέν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σέ μνήματα
καρφώνω

ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ἤ Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ (1958) 

ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ

Κρυμμένος
μέσ’ στό θάνατό μου
τραγουδῶ
εἶναι σά μιά καινούργια μέρα
ἀλλιώτικα πουλιά πετοῦν τριγύρω
καί μέ κοιτοῦνε πέτρινες κοπέλες
πού δέν κλαῖνε
εἶναι ἕνας ποταμός δεξιά
κι ἄλλος ἀριστερά
καί μέσ’ στή μέση πιά
θάνατος δέν ὑπάρχει

ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ (1960)

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Οἱ τάφοι εἶναι χαρούμενοι

τά ὄνειρα πάντα περνοῦν
μέσ’ ἀπ’ τούς τάφους
κι ὓστερα ὁρμοῦν
τινάζονται ψηλά
ἀνοίγουν καί σφυρίζουν

τό θάνατο τότε τόν ξεχνοῦν
δέν τόν θυμοῦνται

ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ (1962)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Σά θά μέ βροῦνε πάνω στό ξύλο τοῦ θανάτου μου
γύρω θά ‘χει κοκκινίσει πέρα γιά πέρα ὁ οὐρανός
μιά ὑποψία θάλασσας θά ὑπάρχει
κι ἕν’ ἄσπρο πουλί, ἀπό πάνω, θ’ ἀπαγγέλει μέσα
σ’ ἕνα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τά τραγούδια μου.

ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ (1962)

Ο ΜΟΤΣΑΡΤ

Ο ΜΟΤΣΑΡΤ μ’ ἕνα μαῦρο σκύλο τριγυρίζει τά καμένα
σπίτια• ψάχνει κεῖ μέσα στήν καφτή τέφρα καί τήν κάρ-
βουνίλα.
Σέ μερικές γωνιές δέν ἔχουν ἀκόμη σβήσει οἱ φωτιές…

– ΠΑΡΑΞΕΝΟ – λέει – ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
ΠΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ…

ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ (1971)

ΟΤΑΝ

Ὅταν κλείνω τά μάτια
ξεκινάει ἀπό μακριά
ἡ ἀγαπημένη ἔρχεται
καί μέ κοιτάζει

ὅταν σβήνω τό φῶς
ἔρχεται ὁ θάνατος καί
μοῦ φιλᾶ τά χέρια.

ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (1986)