Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ

Μη λυπάσαι για τις μάχες που δε κέρδισες.
Μη λυπάσαι για τις μάχες που μονάχος πολεμούσες.
Εσύ, καθόλου δεν εσκέφτηκες, τις μάχες τις χαμένες να μη δώσεις.

Τα τείχη της Ιεριχούς, που γύρω σου ανεπαίσθητα υψώσαν,
τα γκρέμισες με τέχνασμα, στο σάλπισμα της μάχης.

Σοφά ωμίλει ο ποιητής, που έπλεξε στεφάνι,
σ’ αυτούς…που Εφιάλτες δε λογάριασαν,
και ρίχτηκαν στη μάχη, ως λέοντες ωρυόμενοι!

Μη θλίβεσαι για τις μάχες τις χαμένες.
Να λυπάσαι, για τις μάχες που δεν έδωσες.
Σκέψου, πώς θα ’τανε ο κόσμος μας…
δίχως Θερμοπύλες και Σπαρτιάτες;

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΙ ΨΥΧΗ ΔΕ ΦΥΛΑΚΙΖΟΝΤΑΙ

Στα δύσκολα τα χρόνια της οργής,
της φτώχειας, της φρικτής της αρπαγής,
με βία ξεριζώσαν τα όνειρά μας!
Σκορπίσαν τρόμο και αρπάξαν τη χαρά μας!

Με μαύρο χρώμα βάψαν την ελπίδα,
και στο χαμόγελο φορέσαν αλυσίδα!
Τα όνειρά μας σκορπισμένα καταγής.
Μια φυλακή κατάντησε όλη η γης!

Άδειοι οι δρόμοι, άδειες κι ψυχές μας!
Και στα κελιά μας, αντηχούν οι προσευχές μας.
Πλούσιους και φτωχούς μας φυλακίσανε.
Για τη δική μας τη ζωή, άλλοι αποφασίσανε!

Μα, κάπου, σε μιαν άκρη ξεχασμένη,
θολή σκιά, που ακόμα περιμένει.
Είναι η ζωή, που Εμείς ονειρευτήκαμε!
Που με τιμή και περηφάνια αγωνιστήκαμε!

Σε δίσεκτους καιρούς, τα χέρια απλώνουμε.
Την Ανθρωπιά και την Αγάπη μας ορθώνουμε!
Μεμιάς…όλα τα πρόσωπα φωτίζονται!
Το Πνεύμα κι Ψυχή… δε φυλακίζονται!

Η ΝΕΑ ΜΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑ!

Απόψε εταξίδεψα, στη νέα μου Πατρίδα!
Ήτανε όνειρο θαρρώ ή μια κρυφή ελπίδα;
Κι όμως! Δε με γελούν τα μάτια μου.
Για μια στιγμή, σ’ αντίκρυσα κατάματα.
Κι νύμφες στ’ ακρογιάλι, να σου μιλούν ,
για των Θεών τα θάματα! Και μες τη σιγαλιά,
η Αρμονία άπλωσε, πέπλο να ακουμπήσεις!
Και Συ, σαν πύρινη σφαίρα, κατέβηκες απ’ το θρόνο σου για μένα!
Τώρα, καθρεφτίζεσαι στο απέραντο γαλάζιο του πελάγου!
Τα χρυσαφένια δάκτυλά σου, χαΐδεύουν στοργικά,
τα υγρά μου μάτια, τα διψασμένα μου χείλη!
Μα, ξάφνου, μες το φέγγος της ημέρας που χαράζει,
μια νέα πολιτεία ηλιοστάλακτη φαντάζει!
Στα ξέπλεκα μαλλιά της, αμάραντο στεφάνι να φορά.
Και περιστέρι ολόλευκο στα χέρια να κρατά!
Φωτολουσμένη, ηλιόμορφη, η Νέα μου Πατρίδα!
Στο διάβα της ανέστησε, την πίστη, την ελπίδα!

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΤΙΔΑΣ

Στης Ακρόπολης τα μέρη, σα βρεθείς κάποια βραδιά,
νιώθεις δέος, περηφάνια, θεΐκή παρηγοριά.
Όμως μέσα στην ψυχή σου, μια πληγή αιμορραγεί,
για την κόρη που εκλάπη, απ’ την Άγια τούτη Γη!

Στο Βρετανικό Μουσείο, στου Λονδίνου την καρδιά,
έφτασε από την Κρήτη, μια παρέα από παιδιά.
Την Ελληνική σημαία, ξεδιπλώνουν κι αρχινούν.
<<Τζιβαέρι>> αναστενάζουν, κι όμως μέσα τους πονούν!

<<Καρυάτιδα Αθηναία, φως αστείρευτο, λαμπρό!
Κάθε βράδυ σε προσμένω, να γυρίσεις καρτερώ.
Στον ναό του Ερεχθείου, είν’ η θέση σου αδειανή.
Μα σα θα’ρθεις πάλι πίσω, θα’ναι μέρα γιορτινή!>>.

Δάκρυσε η Λευκοθέα, και πλημμύρισε με φως!
Κι καρδιά της ζωντανεύει, απ’ τα λόγια της Σαπφώς!

<<Ελληνόπουλα παιδιά μου, της Πατρίδος οι ανθοί!
Η ψυχή μου αναγεννάται, και τη λευτεριά ποθεί.
Όμως τώρα πλησιάστε, να σας πω το μυστικό.
Όταν φως θα αντικρίσω, φως ανέσπερο , λευκό,
με την πρώτη ηλιαχτίδα, θα πετάξω και θα ρθω!>>.

Σαν απόμεινε μονάχη, ο Μορφέας την καλεί.
Και στη χώρα του ονείρου, μυστικά την προσκαλεί.
Ξάφνου, κάτι την ξυπνάει, ένας φοβερός σεισμός.
<<Λευκοθέα, μη φοβάσαι, σήμανε ο γυρισμός!>>.

Μια τρελούτσικη ηλιαχτίδα, την κοιτάζει και γελά.
Απ’ τα βάθη των αιώνων, λάμπει και χαμογελά!
Απαστράπτουσα η κόρη, κλαίει τώρα από χαρά.
Ήγγικε του νόστου η ώρα, για ν’ ανοίξει τα φτερά!

Μ΄ ένα άγγιγμα ηλιαχτίδας, μες στα σύννεφα πετά.
Θάλασσες , βουνά διαβαίνει, την Ελλάδα αναζητά.
Η ματιά της καρφωμένη, στο ναό το λαμπερό.
Στο ναό του Παρθενώνα, στης Παλλάδας το ιερό!

Στης Ακρόπολης τα μέρη, έρχεται κάθε βραδιά…
Νιώθει δέος, περηφάνια, θεΐκή παρηγοριά!