ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΣ

Υπάρχει ένας ήλιος – αυτός που, σαν ζυ-
γώνει το απόβραδο, στις μύτες των ποδιών
για να τον δεις σηκώνεσαι. Έχεις τελειώσει
με τη λάτρα του σπιτιού, χτενίζεις τα μαλ-
λιά σου. Πρόποση απαιτούν οι καλεσμένοι.
Με ναυαγούς και με διασώστες πάντα τα
’βρισκες. Στη μοιρασιά, είχες την τύχη με
το μέρος σου.
«Πρέπει να ρίξω προσανάμματα», λες κι
αποσύρεσαι. Έναν αθώο πάντα εξορίζεις –
θα ξεδιψάσει, σκέφτεσαι, με την βροχή.
Μόλις τον δεις απ’ τα νερά να ανατέλλει,
στον τελευταίο στίχο, αγάπη επικαλείσαι.

 

 

*

ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΕΙΑ ΚΛΙΝΗ

Τώρα που οι καύσωνες έγιναν αφόρητοι
και η ζέστη του καλοκαιριού παλιά ερω-
μένη, σε ταράτσες σε βρίσκω με πρησμέ-
νους αστραγάλους. «Κοίτα τα χρόνια πως
πληθαίνουν», σου λέω παρηγορητικά, «τα
μονοπάτια που δεν περπάτησες και συσ-
σωρεύτηκαν εκεί».
Συχνά, είναι τα βλέμματα που παίζουνε
κρυφτό, συχνά, χρειάζεσαι τα δάχτυλα μόνο
και μόνο για να ψηλαφίσεις την συνήθεια.

Με σύμφωνα συριστικά η σιωπή επικαλεί-
ται την αγάπη.

 

**

ΓΙΟΡΤΙΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙΑ

Είναι που οι άνθρωποι δεν στρώνουνε
λευκό στα γιορτινά τραπέζια. Δεν ξεστρα-
τίζουνε σε σταυροδρόμια, με το δισάκι πια
στον ώμο δεν πορεύονται. Όταν σηκώνεται
αέρας και φουρτούνα, κάνουνε τον σταυρό
τους μες την νύχτα, μια Μαρία επικαλούν-
ται να τους σώσει.
Έρχεται τότε ένα κορίτσι πορφυρό να τους
γεμίσει το ποτήρι. Βάφουν τους τοίχους,
αλλάζουν τα χαλιά, αφήνουν ανοιχτή την
οροφή να ’ρθούνε πεφταστέρια. Ονόματα
διαπραγματεύονται, τα σύνορα ανάμεσα
τους. «Ο Παρθενώνας πώς ματώνει με τη
δύση», λένε έκπληκτοι.
Νηφάλιοι μετά αποκοιμούνται μπρος στην
οθόνη, με διαφημίσεις ατελέσφορες –
εδώ είμαι και σε θέλω.

*

Είναι κάτι έρωτες αγέρωχοι μέσα στην πα-
ρακμή των ποιητών, μόλις φτάσει η καύτρα
τους στα χείλη, τους ξορκίζεις.

 

 

**

ΦΛΟΓΟΚΡΥΠΤΗ
«Παρουσιάστε!» ακούγεται το σούρουπο,
ανοίγεις βήμα, να προλάβεις. Μια βάρκα
χάρτινη μες το νερό αγκομαχά, ακαθαρσίες
των πουλιών – των τεθνεώτων η σπορά
πάνω στο χώμα. Στην αυτοψία σε φωνά-
ζουν ύστερα, να πεις για τις πληγές, σου
ρίχνουν φώτα, σε τυφλώνουν. Την μαντική
σου τέχνη επικαλούνται, να πεις το πώς
και το γιατί, και όλα τ’ άλλα.
«Τέτοια εποχή στρώνουμε χαλιά», τους λες,
«ανοίγουμε παράθυρα, να μπει στο σπίτι ο
αέρας».

Στο ύψος των ματιών – η φλογοκρύπτη.

 

**

ΗΞΕΡΕ ΝΑ ΜΑΝΤΕΥΕΙ

Κάθε πρωί, δένω πλεξίδες τα μαλλιά κι
από το στήθος σε θηλάζω το δεξί. Το αρι-
στερό το έχασα στον πόλεμο, εκείνον της
αγάπης. Το σόι μας είχε μια γιαγιάκα μά-
γισσα, προσφυγοπούλα από την Σμύρνη.
Ήξερε να μαντεύει.
«Άκου,» σκύβει στ’ αυτί μου, «ο μαύρος
λύκος σε μυρίστηκε, φυλάει σκοπιά έξω
απ’ την πόρτα σου, και παραδίπλα πολι-
σμάνοι». «Δες με τα μάτια σου, κρατάς
στο χέρι σου φτερό και υπογράφεις – το
λέει το φλυτζάνι.»
Κάνω πως δεν κατέχω, όνειρο, λέω, θα ’ναι
και προλήψεις, βουλεύματα της τύχης.
Σκουπίζω από κάτω τους σοβάδες, «μας
έφαγε η υγρασία εδώ μέσα», μουρμουρίζω.
Σφυρίζεις κλέφτικα, βγαίνεις γυμνός στον
δρόμο, πέφτει χιόνι. Κόσμος πολύς στην
λαϊκή, ψάχνεις τον Πακιστάνο για προμή-
θεια. Αργά το βράδυ, επιστρέφεις με θη-
ράματα, ξοπίσω ο λύκος, μες τα αίματα.
Σου ’χω στρωμένο το κρεβάτι. Σε ξεμα-
τιάζω με λαδάκι απ’ το καντήλι, προσεύχο-
μαι, σε σταυρώνω.

Πέφτουμε στην φωτιά, να ζεσταθούμε.