Αναφορά

Ο εξεταστικός γιατρός, οι προσεχτικές λέξεις,
γραμματική βγαλμένη από γυμνάσιο,
απέναντι στα συγγράμματα του πανεπιστημίου,
ο μισός θάνατος ρετσινιά στη φτηνή μας φίρμα από δω,
η κουτσουρεμένη ελπίδα φασκιωμένη με μύρο από την άλλη,
ένα σφάλμα,ένα τραύμα
και η απόφαση τιμωρία,
ένα κρεβάτι για τον καθένα.
Εκεί το μνημείο με το ζωντανό άγαλμα,
λευκό και λεκιασμένο από αίμα,
σμιλεύεται από τα δευτερόλεπτα των αιώνων,
τσεκάροντας τις ημερομηνίες.
Σαλεύει προβάροντας ακινησίες.
Ευχαριστιέται που προσφέρει αληθινή θλίψη στους εναπομείναντες,
δικαιοσύνη μιας τσακισμένης ύπαρξης .
Περιμένει στωικά,
μ’ ένα ακάνθινο όνειρο,
για την πανάρχαια τιμωρία της ένδειας,
με την αναίδεια να θέλει να διαρκεί για πάντα.
Ο θάνατος είναι ένα ήσυχο πρόσωπο απόψε,
σαν να είναι ο μόνος φιλαράκος στο δωμάτιο,
έχει αφήσει το δρεπάνι έξω από το θάλαμο
και ξεφυλλίζει ποιήματα μασώντας την ανάσα του.
Διάλειμμα για απόγνωση στο παράθυρο,
ασχολία με ένα ξέφτι κουρτίνας για να ξεχαστούμε.
Το τσάι καταφτάνει λες και θα το πιει ο ασθενής.
Εκείνη φεύγει και η ζωή την κοροϊδεύει.
Θες κι άλλη ζάχαρη μέσα;

 

***

On the board

Το όνομά της φιγουράρει στον πίνακα
πίσω απ’το γιατρό.
Μεγαλεπήβολα σχέδια
καταπολέμησης της ασθένειας
με μίξη φαρμάκων.
Το όνομα της μάνας αστράφτει
για πρώτη φορά
σε κάτι δημόσιο
σαν να της είπαν-έλα,πάρε και συ,ένα βραβείο
έστω,
αυτό της αρρώστειας.
Κι ο γιατρός τραβώντας τη μάσκα του
φανέρωσε το πρόσωπό του
λάμποντας στην πικρή αλήθεια.
Δέχομαι το ρεπορτάζ του ζόφου,
κοιτάζω και κουνάω το κεφάλι,
όλο καταλαβαίνω,
όλα τα καταλαβαίνω εγώ.
Η μάνα μου η ανώνυμη,αυτή,
η μοδίστρα,
δεν θέλει να εκτίσει τα δύσκολα της κλίνης,
κλίνει παράλογα ουδέτερη,
με το φεγγάρι να την τιμωρεί για την τηλεόραση
που έχει δει στη ζωή της.
Επιθυμεί το τέλος της,
έτσι κι αλλιώς η λήθη
ήταν η πέτρα που σφράγιζε την πόρτα της.
Αυτήν τη σοφία,
δύσκολα να την καταλάβω,
ακυρώνει την έγνοια μου
να δοξάσω
τον ταπεινό της βίο.

 

***

Δεν λέρω τι’ν’ αυτό το λίγο

Δεν ξέρω
αυτό το λίγο,
κάτι σαν την άμμο στα χέρια,
σαν την κραυγή τους στ’ αυτάκια μας,
γιατί είναι λίγο.
Άρρωστο
σαν ονοματεπώνυμο δηλωμένο
στις λίστες του Άουσβιτς
και πώς πονά
να βλέπεις
μερικά χρόνια μας να ρουφιούνται,
και να φουσκώνουν παντελόνια
ύστερα στις στράτες
με ματωμένα πέδιλα,
χωρίς πόδια,
με άρνηση στην καρδιά
άρνηση και ανάσα,
εμμονικά στην ανηφόρα
σαν ολυμπιακό αγώνισμα,
πάχος ενάντια στο άλγος,
μοίρα ενάντια στην κλίση του εδάφους,
μύτη σκυφτή απέναντι στην υπερυψωμένη.
Είναι αυτό το λίγο
μέσα στο πληθωριστικό παρόν
το γεμάτο σάλια για κέρδη
και ζυγαριές παντού
μέσα στις χούφτες,
πάνω στα κεφάλια μας.
Χρειάζομαι ποίηση,
την εκλιπαρώ
να έρχεται
το βράδυ,
σαν ερωτευμένη κόμισσα
να κηδεύει τις ανάγκες μου
να μου κόβει το μισθό
μισό μισό
σε αγάπη και χαρτονομίσματα.

 

 

**

Ένα πολύ θλιμμένο τραγούδι

Ένα πολύ θλιμμένο τραγούδι
παίζει στο κεφάλι μου
ένα θλιμμένο τραγούδι-οι στίχοι δεν ξέρω να πω-
είναι πνιγμένοι από λέξεις.
Ρίχνεις τα μάτια σου κάτω,
δεν μπορώ να τα δω,
είναι αδύνατον να τραγουδήσω τέτοιο τραγούδι,
σαν ένα φάντο
που δεν καταλαβαίνω,
μόνο νιώθω.
Ο πόνος απαλύνεται, μου λες,
με ένα τέτοιο όμορφο τραγούδι,
άκου και απόλαυσε,
για λίγο, σου απαντώ,
γιατί το ένα λυπημένο τραγούδι ζητά το άλλο κι άλλο,
είναι σαν τα τσιγάρα.
Μη λυπάσαι, μου ξαναλές,
και είναι με τη δική μου φωνή.
Η δική σου χάθηκε, το πρόσωπό σου έσβησε
σαν τα αμέτρητα τσιγάρα που καπνίζαμε.
Θυμάμαι που κοιτούσαμε τον καπνό
και ήταν σαν να κοιτούσαμε εμάς που φεύγουμε,
με τα ρούχα μας να ανεμίζουν και να αποκόπτονται από το σώμα μας.
Αν όλα αυτά είναι μια δοκιμασία,
τότε η λύπη μας είναι μια ανοησία.
Ξαναπαίζω το τραγούδι
και προσπαθώ να το βαρεθώ
σαν τους παλιούς δίσκους που δεν ακούω πια.
Κι όμως η θλίψη όλο και περισσότερο βαθαίνει
και όπως ξεχνώ τα λόγια
ξεχνάω κι εσένα.
Κι ύστερα η μελωδία παύει
και τίποτα δεν είναι πιο θεάσιμο
από κάποιον που καπνίζει χωρίς τσιγάρο
και παρακολουθεί την σκέψη του να ανεβαίνει.

 

**

Εορτασμός

Εορτασμός,
μια αορτή σκάει
χύνεται κόκκινη στο πέλαγος,
η περιουσία της φωτάει
μαζί με μαραμένο πόνο.
Αλλ’ ο εορτασμός επιμένει
λουστρίνια στραβά πόδια, ηχώ στο καλντερίμι,
αστραπή στο μαύρο μοντέλο
και κουφέτα να μασιούνται,
ενώ
σε κάποιου άλλου το ρολόι του μυαλού να σπάει
και να πετάγονται ρόδια οι σκέψεις του,
αίματα και θρίαμβοι παλιοί,
στον τοίχο παλιογράμματα.
Εορτασμός,
μεγάλα λόγια,
φράσεις περίτεχνες,
πρωτοτυπία καμιά,
μην ταραχτεί του μεγαλείου η σχεδίαση,
το τρομερό πλεονέκτημα του κεκτημένου.
Σ’ έναν εορτασμό έχασα τη χαρά,
έπεσε το σημαιάκι και ποδοπατήθηκε.
Χάλασαν οι σύνδεσμοι που κρατούσαν τις κλειδώσεις σε μία λογική,
πέθανε ακαριαία το μεγάλο τσίρκο μου,
καθώς βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη
τα κόλπα και οι φαντασίες του.