Γειτονιές της σκόνης

Λιβάδια που αποκοιμούνται κάτω
απ’ την οξυδερκή διαίσθηση της πέτρας.
Λόγοι που μελετήθηκαν
μ’ αμφιταλαντευόμενη αφοσίωση.
Λατρείες σε ανίερες ώρες της ημέρας
που σκέπαζε τα μάτια της
με τον λευκό μου χιτώνα.
Ξύλινες ψυχές που έφραζαν σαν τείχη
την αχυρένια πόρτα του κόσμου.

Με χαμόγελο την αιχμηρή λάμψη του μαχαιριού
αντρειώθηκα.
Αντεραστές στη ζωή μου, ο θάνατος κι η θύμηση.

Γυναίκες με χλωμή στα στήθη τη Σελήνη
χαμήλωναν τα μάτια σαν κισσοί που καίνε,
υγρές κάτω απ’ τα σκέλη τραγουδούσαν μύθους,

«αντίθετα απ’ τη νύχτα στέκω εγώ
ξημέρωμα στης θάλασσας τη χώρα,
αγέρι που το έστερξε η μπόρα,
αστέρι φιλημένο απ’ το νερό»

του αίματος,
φυλώντας μ’ έπαρση το ασήμι
που χύθηκε στου σώματος το μεσημέρι.

Όλο χαρά, σιωπήσαμε μαζί.
Κάτι που κύλαγε στις ορφανές, ψυχή μου, άκρες.
Το μοίρασα στις γειτονιές της σκόνης
που φεγγοβολούσαν μαλωμένη οργή
κι έσταζαν οι ανάγκες τους ιδρώτα
κάθε που βράδιαζε η ζέστη.
Με σιγουριά, μια απίστευτη τροπή
συνέχισε τον καρόδρομό της αγκομαχώντας.

 

 

***

Της ημέρας το φως

Επιμήκυνα το φως να δω πού θα φτάσει.
Διέτρεξα τη θάλασσα να δω τις βροντερές της ακτές.

Μέσα στα χιλιόμετρα της ύπαρξής τους
διέβαλα τη δική μου.

Γιατί και ο ουρανός που θα κούρσευα
δεν είχε την αγνότητα που μου αξίζει.

Ξυπνώ στο γλυκό της ημέρας το φως,
νοστάλγησα πάλι τα μάτια ν’ ανοίξω,
μα ποια η αλήθεια της, ποιος ο σκοπός,
κουράστηκα πάλι, τα μάτια θα κλείσω.

 

**

Να μη χάσω τον δρόμο

Πριν έρθει η ανατολή, τράβηξα τα ρούχα από πάνω μου
και λούστηκα στο φως του φεγγαριού.
Τη ρίζα του πορτοκαλιού κράτησα
σφιχτά στο χέρι μου βουτώντας,
καθώς τα φύκια τυλίχτηκαν γύρω απ’ το σώμα
το κοριτσίστικο της θάλασσας και λευκοί ταύροι
σαν κύκνοι βουτούσαν στα νερά.

Κολύμπησα στο μονοπάτι προς τα άστρα τραγουδώντας,
το μπλε έγινε βαθύτερο σκοτάδι απ’ το μαύρο,
και οι ελιές ανάσαιναν απαλά
σαν ερωτευμένες γυναίκες στην ακτή.
Την άκρη ενός σκοινιού ξετύλιξα να μη χάσω τον δρόμο,
όσο φωνή δεν κινούσε τα βλέφαρά της,
και η δροσιά χαμήλωνε το κεφάλι ησυχασμένη.

Λύγισαν τα χορτάρια στον βυθό σαν χορευτές
καθώς οι τρικυμίες φυλαγμένες απ’ τη σιωπή
κρατούσαν τα στήθη τους με δυστυχία και περηφάνια.

Σαν χείλη άνοιξαν τα ρόδα της νύχτας να με καταπιούν.

 

**

Το χρώμα της αθωότητας

Μ’ ασημένια καρφιά
καρφώστε με στο στερέωμα.
Σαν νυχτερίδα με τη δροσιά
του αίματος στα χείλη
σε μια σπηλιά.
Κι απλώστε πάνω μου, ουρανοί,
το βερικοκί χρώμα της αθωότητας.