Julie Brunn | Hare Stare Original

 

 

Χους ει και εις χουν αποσύνθεσις·
καθώς συντελείται στο σώμα η απομάκρυνση των γεγονότων της μνήμης
το γεγονός το κεφαλαιώδες έρπεται στα χαλίκια
και κάθεται στη φούξια πέτρα που ναι η επιτύμβια στήλη
του λαγού: εκεί από κάτω
τον έθαψα το περασμένο καλοκαίρι.
Τον βρήκα ξεκοιλιασμένο στην άσφαλτο
κάτω απ’ τα χνάρια τα μαύρα ενός λάστιχου
κι ήταν ακόμα ζεστός μα
νεκρός απ’ άκρη ως άκρη με μάτια
σα σβόλους από άχυρο που γυαλίζει στο φεγγαρόφως.
Τον πέταξα στο πορτ παγκάζ
τον πήρα στο σπίτι
έσκαψα ένα λάκκο στην αυλή
με το φτυάρι και το Πάτερ ημών
ο εν τοις ουρανοίς
και τον έθαψα.
Εκεί είναι ακόμα. Ακόμα νεκρός. Ο νεκρός λαγός των εσχάτων.
Μου φανερώθηκε σαν επιταχυνόμενοι φανοί σε πεζοδιάβαση
στον καθρέφτη πάνω απ’ το νιπτήρα που έπλενα τα χέρια μου
για να φύγει το χώμα κι η σήψη της ψοφιμίλας
η ταυτότητα του δήμιου:
ήμουν εγώ
που σκότωσε το λαγό
κάτω απ’ τα κλαδιά των αστερισμών
ήμουν εγώ
ο δολοφόνος.
Έβλεπα στο μεταλλικό ηλεκτρισμό της αντανάκλασης
το προσωπείο αυτού που χε σκοτώσει
δρεπάνι-τιμόνι και πίσω του ως αγέλη μυρμηγκιών
το μονοπάτι από έντερα και αίμα
-ήμουν εγώ
ο δολοφόνος
κι αρπάζοντας τη βάνα της βρύσης με δύναμη
και ξεριζώνοντάς τη
σ’ αυτόν τον πίδακα νερού και σ’ αυτό το άφες ημίν
τα οφειλήματα ημών
που έτρεξε απ’ τ ακροδάχτυλο ως τη ράχη
ηλεκτρική εκκένωση στον κάθε σπόνδυλο
και όλη η στήλη επιτύμβια
ήμουν ο δήμιος
του λαγού
σε μεταμόρφωση:
κι όντας το δέρμα μου καιόμενο, λιγότερο
τραχύ και ακανθώδες από πριν
σαν το φραγκόσυκο μέσα απ’ το κακτώδες περίβλημά του
εκδυόμενος το λυπημένο άσχημο ρούχο του φονέα
έγινα σώμα σε αποσύνθεση
και γύρω μου γύρω μου χώμα
με μάτια ξερά μα γυαλίζοντας
στην εσχάτη σπορά της σελήνης
μέχρις ότου και κείνα να γίνουνε χώμα·
έγινα ο ίδιος ο νεκρός λαγός
που σκότωσα κι έθαψα στην αυλή μου
με τ’ αυτιά τα μεγάλα και τα έντερα
κι έγινα πτώμα εις χουν
με όλα τα γεγονότα της μνήμης λησμονημένα
κι ένα γεγονός κεφαλαιώδες επάνω μου να ρπεται
πάνω στη φούξια πέτρα
μα εγώ να μη μπορώ πια καθόλου
να το συλλάβω.