ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα είναι πάντα μακριά
1984
(το ΠΟΙΕΙΝ και πάλι μαζί σας τη Δευτέρα 16 Αυγούστου)
Για όσους ξέρουν να διαβάζουν ποίηση ακούγοντας τη φωνή τους…
Ευχάριστες Διακοπές για Όλους!
Σας Φιλώ.
…η πιο πάνω ανάρτηση του μήτρα πρόκειται περί ποιήσεως ή μήπως περί ασυναρτυσίας?
Απ’ το να βρίσκεις το θάρρος να κάνεις γελοίες ερωτήσεις χτύπησε στο Google concrete poetry και πες μας τι θες να πεις ή παράτα μας.
Ό,τι με κάνει να αναρωτιέμαι αν είναι ποίηση ή όχι, είναι ποίηση. Ό,τι μου σερβίρεται έτοιμο στο πιάτο σαν ποίηση, δεν είναι ποίηση τις 99 φορές στις 100.
Έχω σερβίρει σε φίλους μου φιλέτο από κρέας αλόγου και δεν το κατάλαβαν, μόνο και μόνο επειδή τους είπα ότι είναι μοσχαράκι. Το περίφημο “ragu di cavallo ala Pastakas”…
Certain readers resented me when they could no longer recognize their territory, their institution.
Jacques Derrida
Everyone hears only what he understands.
Johann Wolfgang von Goethe
Η επανάληψη των κυματισμών της θάλασσας
μέσα από τους στίχους του Μήτρα
τώρα που επέστρεψα στην άηχη κιβωτό μου
μου ομολογούν ότι
«η θάλασσα είναι πάντα μακριά».
ΥΓ Η μόνη παρηγοριά θα ήταν ένα “ragu di cavallo ala Pastakas”…
ευτυχώς δηλ. που δεν μπορούμε να κατανοήσουμ αυτού του είδους την ”ποίηση”… ευτυχώς! το πρόβλημα θα ήταν να μπορούσαμε να την κατανοήσουμε και πολύ περισσότερο να πάρουμε στα σοβαρά αυτούς που την καταλαμβαίνουν και δεν τους φτάνει προσπαθούν να μας πείσουν και μας ότι είναι πρόκειται περί ποιήσεως ο λόγος
Μεσιέ Κωστάς, διακοπές πότε θα κάνετε;
Αγαπητέ μου Κώστα, επιτέλους το κατάλαβες:το ΠΟΙΕΙΝ στοχεύει ακριβώς σ’ αυτό το 1% που εσύ περιφρονείς.
Αυτό το 1% είναι η σημαία μας, αυτό μας έκανε πρώτους σε επισκεψιμότητα (οι δεύτεροι είναι μακράν, δεν τους φτάνει ούτε η σκόνη μας!) κι επιρροή (είμαστε οι πιο πολυσυζητημένοι).
Το ΠΟΙΕΙΝ είναι ένα πειραματικό εγχείρημα.
Αν ψάχνεις για το 99%, το διαδίκτυο βρίθει…και σίγουρα δεν χρειάζεσαι τις υποδείξεις μου! (φτάνει να ρίξεις μια ματιά στους συνδέσμους μας!). Αλλά και μόνο ότι γυρίζεις εδώ τριγύρω κάτι σημαίνει, και δεν χρειάζεται να έχεις ιδιότητα ειδικού παροχής υπερησιών ψυχικής υγείας, για να το καταλάβεις.
Συνέχισε! Αν δεν υπήρχες θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να σε είχα εφεύρει….
αγαπητέ κ. παστάκα και κ. παπαθανασίου αποφάσισα να γίνω κ’ εγώ ποιητής και μάλιστα της σχολής του μήτρα ή κατά τον κ. παπαθανασίου της concrete poetry σας αφιερώνω και τους δυό το πρώτο μου ποίημα..
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνο το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνο
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνό είναι το βουνό
το βουνό το βουνο είναι το βουνό
το βουνό είναι πάντα κοντά
Εφόσον είναι κοντά, μπορείτε και να το ανέβετε. Εμπρός λοιπόν! Κερδίζετε καραμέλα.
Αγαπητέ κύριε κώστα,
Κατά πρώτον, συγχαρητήρια για την προσπάθειά σας. Είναι πάντα σημαντικό ένας άνθρωπος να αποφασίζει να εκφράσει την αισθητική του άποψη, εφόσον αυτό γίνεται αυθόρμητα και ως αποτέλεσμα της ανάγκης του να μοιραστεί την προσωπική του άποψη με το κοινό. Όποια και αν είναι η αφορμή που οδήγησε τον καβαφικό Ευμένη στο πρώτο σκαλί, δεν παύει εκείνο το σκαλί να είναι μια προσωπική του επιτυχία που αξίζει αναγνώριση.
Κατά δεύτερον, επιτρέψτε μου να επισημάνω μερικά ζητήματα που, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα είναι καλό να λάβετε υπόψη, εάν θέλετε να συνεχίσετε την ποιητική σας διαδρομή:
α) Μην συγχέετε την ποίηση με την καλλιτεχνία και, γενικότερα, την τέχνη με την ομορφιά. Η τέχνη είναι γεγονός, ενώ η ομορφιά είναι αίτημα. Ένα κακό ποίημα δεν είναι λιγότερο ποίημα από ένα καλό ποίημα, όπως κι ένας κακός άνθρωπος δεν είναι λιγότερο άνθρωπος από έναν καλό άνθρωπο.
β) Μην αντιγράφετε ένα ποίημα, όσο αξιόλογο κι αν σας φαίνεται, με την πεποίθηση ότι θα κερδίσετε την αποδοχή που απολαμβάνει εκείνο. Εκείνο το ποίημα αποτελούσε μέρος της προσωπικής πορείας ενός άλλου ποιητή. Το να διαγράψει κάποιος πεζός τη διαδρομή του Μωυσή από την Αίγυπτο στο Ισραήλ δεν τον καθιστά Μωυσή. Επίσης, μην αντιγράφετε ποιήματα που τυγχάνουν αποδοχής: και μόνο το γεγονός ότι γράφτηκαν πριν από το δικό σας τα καθιστά καλύτερα από το δικό σας, έστω και λόγω της πρωτοτυπία τους. Αυτός που θα ζωγραφίσει τη Μόνα Λίζα με κόκκινο φόρεμα και γαλάζια μάτια, δεν μπορεί να αξιώνει την αναγνώριση του Ντα Βίντσι.
γ) Αναρωτηθείτε σχετικά με το σκοπό για τον οποίο ο κύριος Μήτρας συμπεριέλαβε τη Θαλασσογραφία στην ποιητική του συλλογή και το σκοπό για τον οποίο ο κος Παστάκας την ανήρτησε. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η δήλωση “Δείτε τι ωραίο ποίημα έγραψα/ανήρτησα” ανήκει σε κάποιον από τους δυο – αντιθέτως, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η δήλωση αυτή θεωρείται αυτονόητη από πολλούς αναγνώστες και σχολιαστές (και ποιητές) που θεωρούν ότι πρώτιστος σκοπός του ποιήματος είναι να αρέσει.
Αν με τιμήσατε διαβάζοντας το σχόλιό μου, προσπεράστε γρήγορα την ειρωνεία που διακρίνατε στο λόγο μου. Έτσι κι εσείς θα δείξετε ανωτερότητα, κι εγώ θα χαρώ να συμμετέχω σε μια συζήτηση μαζί σας.
13 στίχοι στο ποίημα το ΒΟΥΝΟ του Κώστα. Τυχαίο? Δεν νομίζω.
H θαλασσογραφία έχει δέκα. Στο τέλος έπρεπε να βάλεις και το έτος 2010. Η περίπτωση σου με ενδιαφέρει. Καμία συνέπεια μέχρι και στην απόπειρα ειρωνικής αντιγραφής. Μου θύμισες κάτι σκουριασμένα ψαλίδια με τα οποία τεμάχιζα βατράχια. Παράξενα γυαλίζουν στη σκουριά τους.
Θα έλεγα “μην πυροβολείτε τον πιανίστα”, αλλά στην περίπτωση του συμπαθούς Κώστα του επονομαζόμενου “βουνίσιου” μάλλον υπάρχει άμεση ανάγκη μυδραλιοβόλου…
Καλό Αύγουστο σύντροφοι…(που θα έλεγε κι ο Τσε…).
“A fool may be known by six things: anger, without cause; speech, without profit; change, without progress; inquiry, without object; putting trust in a stranger, and mistaking foes for friends”
παλιά αράβικη παροιμία
Η περίπτωση Κώστα δεν με ενδιαφέρει .
Με αφήνει παγερά αδιάφορο εν μέσω καύσωνα !!!
και στέκομαι στην λιτή ανακοίνωση του ΠΟΙΕΙΝ
για τον θάνατο του Αργεντίνου ποιητή-λογοτέχνη
Horacio Castillo.
Φίλε Γιατρέ έχω την αίσθηση πως πρέπει να πούμε
δυό λόγια παραπάνω για τον άνθρωπο που γνώριζε
και τίμησε την γλώσσα μας , στην τόσο μακρινή
Γη του Πυρός .
Ήταν μέλος της Ακαδημίας της Αργεντινής και
φίλος του Ελύτη τον οποίο και μετέφρασε στα
Ισπανικά , καθώς και τον Ρίτσο και σύγχρονους
μοντέρνους . Για την ποίηση έλεγε
” Η ποίηση είναι μια φόρμα αντίληψης του απερίγραπτου
του μυστηρίου της ζωής ή εάν δεν προκύπτει
ως υπερβολική διεκδίκηση , είναι αυτό που ονομάζεται
φιλοσοφικά Υπάρχω ” .
Μίχο είσαι ΑΝΕΚΔΙΗΓΗΤΟΣ !
Πάντα θα προσφέρεις θυμηδία !!
‘Ει σύντροφοι . Και θάλασσα και βουνό !
Φτάνει πιά μ΄αυτό το αλληλοσπάραγμα .
Σημασία έχει πως και η θάλασσα και το βουνό εφέτος και .. πόσο ακόμα είναι μακριά για πολλούς.
“Για την Ελλάδα ρε γαμώτο”
Και για κείνους όλους τους άθλιους που στο όνομά της δεν αφήσανε τίποτα όρθιο κι οι αφεντιές τους αλωνίζουν τις θάλασσες .
Και μη μου πεί κανείς παρακαλώ πως γινόμαστε πεζοί .
Το ΠΟΙΕΙΝ η παρηγοριά μας .
Κε Παστάκα χαλάλι.
Να είστε όλοι καλά .
Οσο για τη θάλασσα “” ..ειναι πάντα μακριά “”
Ο ανεκδιήγητος Δημήτρης Μίγγας γράφει σε ένα ποίημα του: “Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα” και απ’ όπου κι αν το πιάσω τρελαίνομαι. Με ενοχλεί αφάνταστα. Σκέφτομαι τα μυδραλιοβόλα του Πατιού και τα σκουριασμένα μου ψαλίδια, μα έρχεται μετά ο Μίχος και με ανακουφίζει λέγοντας “Κι ο Χριστός, ανεβαίνοντας το Γολγοθά είπε στην Παναγία: Του χρόνου πάμε θάλασσα μάνα!”
Καλό υπόλοιπο λοιπόν και μας βλέπω όλους έναν έναν στη σειρά να περιμένουμε να μας δεχτεί ο Σ.Παστάκας με την επαγγελματική του βεβαίως ιδιότητα.
Κωστάκη είσαι ζαβολιάρης. Θα το πω στη μαμά σου.
Kε Μίχο νάτο πάλι το καθαρό νερό που σας έλεγα .’Εχετε δίκηο .
Και βέβαια τι να λέι η .. εξ απορρήτων ποιηση , η παραποίηση , η αριθμοποίηση
Σημασία έχει η ε κ π ο ί η σ η που φέρνει την ιστορία στο δρόμο και ο μήνας των ικριωμάτων.
Η θάλασσα.. θαλασσάκι , μνήμη , ασήμι , θάλασσα μικρή, η ζωή μια θάλασσα χιλιοτραγουδισμένη .
Α και λεβεντοπνίχτρα .Αυτή τη θάλασσα σκέφτομαι και που δεν είναι από νερό .
ΚΑΛΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ
Γιατρέ ζητώ ταπεινά συγνώμη .
Δεν είχα κάνει κλικ (αδαής γαρ)
πάνω στην ανακοίνωση .
Τα λάθη ανθρώπινα …….που λένε .
Φίλοι
νομίζω ότι η συζήτηση ολοκληρώθηκε στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Δε βλέπω τι χειρότερο μπορεί να προκύψει.
«καθένας και τα όπλα του, είπα».
Είπα κι εγώ, ο Παστάκας να λογοκρίνει σχόλιο; Εάν πράγματι συνέβη, βάσει της διαμαρτυρίας του απερίγραπτου κώστα, αν μη τι άλλο κατανοώ τους λόγους. Το πιθανότερο, διάβασε και χειρότερα. Και μετά μιλά ο εν λόγω “κύριος” για βόρβορο…
Έχω κάτι καλύτερο κύριε Μίχο…
ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
/σε είκοσι επτά εκδοχές/
ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1987
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Άρχισε ν’ ανηφορίζει στον λόφο κι ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα δεν άργησε να φτάσει στην κορυφή του. Εκεί τον περίμενε μια εντυπωσιακή θέα. Στους πρόποδες του λόφου απλωνόταν μια εκτεταμένη αμμουδιά με χαμηλούς θάμνους σε αραιά διαστήματα. Και μετά ανοιγόταν απέραντη η θάλασσα.
Παιδιά, λέω να το τελειώνουμε εδώ. Η περίπτωση Κωστάκη είναι αυτή η πασίγνωστη πλέον του έλληνα πιτσιρικά που έφαγε χαστούκια και ψάχνει να ξεσπάσει, κι επειδή η παιδεία δεν του πρόσφερε κάτι παραπάνω από την κοροϊδία, έτσι αντιδρά, πιστεύοντας πως δικαιώνεται. Κατά ένα τρόπο δικαιώνεται, αλλά αυτός ο τρόπος του ανήκει αποκλειστικά, είναι ανίκανος να συμμετέχει. Το πόσο φταίει κι ο ίδιος, αυτό είναι δικό του θέμα.
Εγώ το ποιήμα το βρήκα έτσι
ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
η θάλασσα είναι πάντα μακριά
πάντα μακριά η θάλασσα είναι
μακριά η θάλασσα είναι πάντα
είναι η θάλασσα πάντα μακριά
η θάλασσα είναι πάντα μακριά
είναι πάντα μακριά η θάλασσα
πάντα είναι η θάλασσα μακριά
μακριά είναι πάντα η θάλασσα
η θάλασσα μακριά είναι πάντα
μακριά πάντα είναι η θάλασσα
δεν ξέρω αν αυτό που αναρτήθηκε εδώ είναι άλλη version ή απλά…”προβοκάτσια” Παστάκα 🙂
Είναι δείγμα λέει “οπτικής” ποίησης με την οποία έχει ασχολήθεί ο Μ.Μήτρας.
Έχω αρκετά να σχολιάσω και για την “οπτική” ποίηση και για το ποίημα αλλά και για αρκετά απο τα σχόλια. Βαριέμαι όμως.
Εν πάση περιπτώσει θα μείνω στο ότι σε κάθε περίπτωση άλλο το ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ όπως αναρτήθηκε κι άλλο όπως το παραθέτω εδώ.
Ένα θεατρικό σκετς του “τρελού” Ρώσου Δανιήλ Χάρμς (1905-1941) αφιερωμένο στον συνονόματο Κωστάκη
Ο ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ. (Βγάζοντας από το κεφάλι του μια μπάλα.)
Έβγαλα απ’ το κεφάλι μου μια μπάλα.
Έβγαλα απ’ το κεφάλι μου μια μπάλα.
Έβγαλα απ’ το κεφάλι μου μια μπάλα.
Έβγαλα απ’ το κεφάλι μου μια μπάλα.
ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ.
Βαλ’ την ξανά μέσα.
Βαλ’ την ξανά μέσα.
Βαλ’ την ξανά μέσα.
Βαλ’ την ξανά μέσα.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Όχι, δεν τη βάζω!
Όχι, δεν τη βάζω!
Όχι, δεν τη βάζω!
Όχι, δεν τη βάζω!
ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ.
Μην την βάζεις λοιπόν.
Μην την βάζεις λοιπόν.
Μην την βάζεις λοιπόν.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Δέ θα την βάλω!
Δέ θα την βάλω!
Δέ θα την βάλω!
ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ.
Ε, καλά.
Ε, καλά.
Ε, καλά.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Κέρδισα!
Κέρδισα!
Κέρδισα!
ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ.
Κέρδισες, ηρέμησε τώρα!
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Όχι, δε θα ηρεμήσω!
Όχι, δε θα ηρεμήσω!
Όχι, δε θα ηρεμήσω!
ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ.
Μπορεί να είσαι μαθηματικός, αλλά, μα την αλήθεια, δεν είσαι και πολύ έξυπνος.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Όχι, είμαι έξυπνος και ξέρω ένα σωρό πράγματα!
Όχι, είμαι έξυπνος και ξέρω ένα σωρό πράγματα!
Όχι, είμαι έξυπνος και ξέρω ένα σωρό πράγματα!
ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ.
Ένα σωρό πράγματα, μόνο που είναι όλα σαχλαμάρες.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Δεν είναι σαχλαμάρες!
Δεν είναι σαχλαμάρες!
Δεν είναι σαχλαμάρες!
ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΣ.
Βαρέθηκα να τσακώνομαι μαζί σου.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ.
Εγώ δε βαρέθηκα!
Εγώ δε βαρέθηκα!
Εγώ δε βαρέθηκα!
Ο ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ κάνει μια χειρονομία αγανάκτησης και βγαίνει. Ο ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ κοντοστέκεται κι έπειτα βγαίνει κι εκείνος, στο κατόπι του ΑΝΤΡΕΙ ΣΙΜΙΟΝΟΒΙΤΣ.
Αυλαία.
(μετάφραση Ροδούλα Παππά)
Εύστοχο το θεατρικό, ταιριάζει και θυμίζει Γκολντόνι…φάρσα. Λες…;
Εγώ πλαστογράφησα μόνο το γραφικό χαρακτήρα του κ. Μήτρα…για τα υπόλοιπα δεν ξέρω τίποτα:))
και άλλη μία version
Θαλσασφοργαία (παράφραση )
η θάασλσα η θάσαλσα είναι η θλάασσα
η θσάλασα η θάαλσσα είναι η θσλαάσα
η θάασλσα η θάσαλσα είναι η θλάασσα
η θσάλασα η θάαλσσα είναι η θσλαάσα
η θάασλσα η θάσαλσα είναι η θλάασσα
η θσάλασα η θάαλσσα είναι η θσλαάσα
η θάασλσα η θάσαλσα είναι η θλάασσα
η θσάλασα η θάαλσσα είναι η θσλαάσα
η θάασλσα η θάσαλσα είναι η θλάασσα
στα μελιμτέα του Ασγτυούου.
Μπορούμε επίσης να αντικαταστήσουμε τα γράμματα με τους αντίστοιχους αριθμούς (δηλ. Α=1, Β=2 κλπ) και να έχουμε μαθηματική ποίηση.
Αν δε στο τέλος τα αθροίσουμε σε μονοψήφιο ακέραιο θα έχουμε και Πυθαγώρεια Αριθμοσοφική Ποίηση!
Μπορούμε επίσης να σβήσουμε όλες τις λέξεις και να δημιουργήσουμε το Σβησμένο Ποίημα της διάσημης τεχνοτροπίας, που ακούει στο όνομα Κενή Ποίηση, κατ’ άλλους, κατά τι θρησκευόμενους, Καινή Ποίηση.
Μπορούμε, περιηγητή, αλλά για κάποιο λόγο δεν το κάνουμε. Δεν είναι ενδιαφέρον;
Μάλιστα, τις περισσότερες φορές διακωμωδούμε τέτοιες απόπειρες, σαν να μην έχουν θέση στην ποίηση οι αριθμοί.
Αυτό που αναφέρεις, σχολιαστή, είναι μεταποίηση (κατά το μεταθεωρία, μεταφυσική κλπ). Έχει ήδη γίνει στη ζωγραφική και τη μουσική (δες John Cage: Four thirty-three). Ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις που δοκιμάζουν τα πλαίσια της ποιητικής δημιουργίας στα όριά της.
Καιρός λοιπόν να δοκιμαστεί και στην ποίηση, να εκδοθεί συλλογή με σελίδες ολόλευκες, σα μπουμπουνιέρες. Πλάκα θα ‘χε.
Και ακόμη…να συνοδεύεται από σχετικό φυλλάδιο με κριτικό υπόμνημα.
Συμφωνώ, θα είχε πλάκα – αλλά είναι ένας πολύ σύντομος δρόμος, χωρίς βάθος. Πόσο βαθειά μπορείς να μπεις στη σιωπή, και πόσοι άλλοι μπορούν να σε ακολουθήσουν; Τι παράδοση θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κενό βιβλίο και ποια θα ήταν η πρότασή του;
Από την άλλη, φαίνεται ότι αναζητώ νόημα σε μια επικράτεια όπου το νόημα δεν έχει καμιά σημασία. Ολόκληρη η ανάρτηση το μαρτυρά.
@45
Ποιός είπε πως δεν το κάνουμε;
Να ένα ακόμη εγχείρημα του Μ.Μήτρα:
ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
94721834627384728378153
6583948 η χλόη 964783914
73526194841456378297387
73526194841456378297387
26346278193748194783556
8657 πρασινίζει 176389436
16534526794758483745197
54367198761673928715681
86473894 κάθε 1957738387
45678975675439817651432
89765781 άνοιξη 76859831
54673823647193475831948
17865476432987654987194
Όσο για τους αριθμούς και βέβαια έχουν θέση στην ποίηση! Άλλωστε η λέξη “Λόγος” στα ελληνικά σημαίνει και το αποτέλεσμα του κλάσματος! Άλλο πράγμα όωε είναι αυτό!
Η Λένα Μαντά-γνωστή για τις υψηλές πωλήσεις της-υποχώρησε τον Ιούλιο μπροστά στην ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Τα εύρετρα» (εκδ. Ίκαρος) στο βιβλιοπωλείο Ιανός.
Οι υψηλές πωλήσεις της Κικής Δημουλά δεν είναι ξαφνικό φαινόμενο. Και η προηγούμενη συλλογή της «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» πριν δύο χρόνια, βρίσκεται ήδη στην 3η έκδοση (με το τιράζ της κάθε έκδοσης να αγγίζει τα 7.000 αντίτυπα!). Σύμφωνα με στοιχεία των εκδόσεων Ίκαρος, οι συνολικές πωλήσεις των έργων της ξεπερνούν της 100.000 αντίτυπα.
http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1851796
Καλημέρα Πέτρο. Όταν μιλούσαμε με τον περιηγητή για τους αριθμούς στην ποίηση, δεν είχα αυτό ακριβώς στο μυαλό μου 🙂
Μπράβο στην κυρία Δημουλά που ξεπέρασε την κυρία Μαντά. Και στον πάτο-πάτο της γραφής, πωλήσεις να γίνονται…
Πληροφοριακά το θέτω .
Κύριε Μίχε η άποψη σας περί του έργου
και πολιτείας (ποιητικής) της Κικίτσας
συμφωνεί απόλυτα , με αυτή εκπεφρασμένη
από αγαπημένο του κοινού αγορητή
στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο
πανεπιστημιακού Δ. Δ .
Σύμπτωσης ?? Δεν νομίζω !!!
Και η γνώμη μου (και ας μην την ζητήσατε) !
Όταν η ποίηση αντιληφθεί ότι ΠΟΥΛΑΕΙ
θα …… θέσει τέρμα στη ζωή της !!!
@53
Ποιός θεσμός της τέχνης; Μήπως καλύτερα να μιλήσουμε για την εμπλοκή τέχνης και πολιτικής; Και αναφέρομαι βέβαια και στις συλλογές έργων τέχνης περιώνυμων πολιτικών.
Δεν έχεις ιδέα με ποιον τα έχεις βάλει ανόητε
ΞΕΡΕΙΣ ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ΠΟΙΟΣ είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός ΕΙΜΑΙ εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι εγώ?
ξέρεις ποιός είμαι ΕΓΩ?
(φοβερός ο κ.Μήτρας!)
Αγαπητέ γιώργη καλλέργη, επειδή έτυχε να παρακολουθήσω τον – λογοκριμένο ή μη – σχολιασμό που εκτυλίχθηκε στην ανάρτηση αυτή, θα ήθελα να σας επισημάνω τα εξής:
α) Ο λαϊκός – όπως τον αποκαλείτε – κώστας, έκανε το λάθος να μπερδέψει την βωμολοχία με την ανατροπή και αντιστοίχως να συνδέσει οποιοδήποτε άλλο είδος λόγου με τον «καθωσπρεπισμό» και την «σεμνοτυφία» (χαρακτηριστικές δικές του εκφράσεις από τα λογοκριμένα σχόλια). Πάνω σε αυτό, θα ήθελα να πω μόνον τούτο: βάσει εμπειρικών δεδομένων (το αναφέρω για να μη νομίζετε πως αερολογώ) είναι πλέον σαφές και ευρέως γνωστό πως οι πιο σεμνότυφες – ας τις πούμε συντηρητικές – κοινωνίες/κοινότητες/ομάδες είναι και οι πλέον υβριστικές. Με άλλα λόγια, ο καθωσπρεπισμός και η βωμολοχία αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Συνεπώς, ο «λαϊκός» σχολιαστής κώστας γελιέται εάν νομίζει πως κάνοντας τον οιονεί διάλογο «πουτάνα» θα μας οδηγήσει όλους στην επανάσταση.
β) Το σχόλιό σας είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, που δημιουργείτε την περιέργεια σε όλους τους συμμετέχοντας στον σχολιασμό, να μάθουν ποιος είναι εντέλει αυτός ο κύριος – λαϊκός – κώστας. Με άλλα λόγια, μας προτείνετε να αναλάβουμε ρόλο ηδονοβλεψία. Να το πω αλλιώς, προβάλλεται στους σχολιαστές τις ανάγκες των – πάσης φύσεως – στερημένων.
γ) Θα σας πρότεινα να αναθεωρήσετε την έννοια του λαϊκού. Εδώ δεν θα επεκταθώ περισσότερο γιατί βαριέμαι.
Καλές ονειρώξεις!
κ.Καλλέργη
Πρόλαβα και διάβασα το σχόλιό σας που με αφορούσε. Ο σοφός Ηράκλειτος είπε “Εν αρχή ην ο Λόγος”. Υπ΄αυτήν την έννοια πρέπει να έχετε δίκιο λοιπόν.
Κοιτάχτε τώρα, για παράδειγμα ο λόγος του κλάσματος 6/9 είναι ο άρρητος αριθμός 0,666….
Αυτό δηλαδή κι αν είναι του… διαβόλου 🙂
Απο την άλλη ο όρος “βωμολοχία” που χρησιμοποιήθηκε στην συζήτηση που προηγήθκε δεν είναι δόκιμος. Βωμολοχία σημαίνει κυρίως βρισίδι. Για την ακρίβεια προέρχεται απο τους άγριους τσακωμούς και τα βρισίδια που έκαμαν οι φτωχοί των αρχαίων ημών γύρω απο τους βωμούς ώστε να εξοικονομήσουν κάποιο κομμάτι απο τα σφάγια της θυσίας.
Εδώ μιλά με μάλλον για “αθυροστομία” που κι αυτή όμως σαν έννοια δεν είναι συγκρίσιμη με αυτήν της “σεμνοτυφίας”.
Εν πάση περιπτώσει η αθυροστομία είναι αρχαία “τέχνη” σ’ αυτή τη χώρα. Η λαική ποίηση (που είναι κατ’ ευθείαςν απόγονος απ τη μια των τραγικών κι απ’ την άλλη του Αριστοφάνη) βρίθει αθυρόστομων τραγουδιών. Αυτά είναι κυρίως επαιτιακά κι έχουν συνήθως περιπαιχτικό χαρακτήρα.
Να ένα αποκριάτικο της Κοζάνης (αυτοσχέδιοι μάλλον στίχοι που τραγουδούν φαλλοφόροι) και μερικές Κρητικές μαντινάδες:
ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΝΙΑ ΜΕ ΚΥΚΛΟΥΣΑΝ
Σαράντα μνιά μπρε-μπρε-μπρε
σαράντα μνιά με κύκλουσαν.
Σαράντα μνιά με κύκλουσαν
τον πούτσο να μη φάνε.
Κι ο πούτσος μου μπρε-μπρε-μπρε
κι ο πούτσος μου καμαρωτός.
Κι ο πούτσος μου καμαρωτός
τ’ αρχίδια μου ρωτάει.
Τι λέητ’ ησείς μπρε-μπρε-μπρε
τι λέητ’ ησείς αρχίδια μου;
Τι λέητ’ ησείς αρχίδια μου,
μπουρώ να τα γαμήσώ;
Να τα γαμή’ μπρε-μπρε-μπρε
να τα γαμήσεις πούτσκαρη.
Να τα γαμήσεις πούτσκαρη
κι ημείς θα ση βοηθούμε.
Μόνου ν’ αφή’ μπρε-μπρε-μπρε
μόνου ν’ αφήσεις κι για μας.
Μόνου ν’ αφήσεις κι για μας
να μπούμε λίγου μέσα.
……………………….
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
Απάν’ από το γόνατο, ’πό κάτω από το φάλι,
είναι μια διαολότρυπα που μπαίνουν οι αρκάλοι!
Απής γεράσει η ψωλή και ίσα κάτω πάει,
θέλει το πάλι το μουνί, μα δεν μπορεί να φάει!
Απής γεράσει ο άνθρωπος τη δύναμή ντου χάνει,
όντε τη βάνει, αγκομαχεί, κι όντε τη βγάνει, κλάνει!
Έχεις το και κατέχω το, μα δεν μου λες και «να το»
αύριο θα μισέψω γω και ψήσε το και φα το!
Θε μου, και βρέξε κάστανα και χιόνισε καρύδια
και στις ποδιές των γυναικών ρίξε ψωλές κι αρχίδια!
Να ’μουνα -κι ίντα να ’μουνα- γύρος του φουστανιού σου,
ν’ αποκρεμούμαι να θωρώ την τρύπα του μουνιού σου!
Μικρό σχόλιο στο σχόλιο του περιηγητή:
Η λαϊκή ποίηση, και δη η αθυρόστομη, είναι αρχαιότερη του 5ου αιώνα, κατάγεται από τις διονυσιακές γιορτές, το Άρμα του Θέσπιδος κλπ.
Τώρα το ρήμα λέγω έχει ως πρωταρχική σημασία το κοιμίζω, εξού και λεχώνα, άλοχος, lectus(κλίνη στα λατινικά) κλπ.
Αυτά…μαζί με ένα ηπειρώτικο γαμοτράγουδο:
Γαμώ τη θειά σου την καλογριά
που ‘χει τα δώδεκα μουνιά
και τον θεό παρακαλεί
να της χαρίσει μια ψωλλή
για να γαμιέται μοναχή.
Θα συμφωνήσω απόλυτα με τα σχόλια περί του αδόκιμου της χρήσης λέξεων όπως “βωμολοχία”, “αθυροστομία” ακόμη και “βρισιά” ή όποια άλλη σχετική λέξη. Σαφώς η λαϊκή – και όχι μόνον – ποίηση βρίθει τέτοιων εκφράσεων. Κατά την άποψή μου, το όλο ζήτημα κρίνεται από το συμφραζόμενο του λόγου – προφορικού ή γραπτού.
Το θέμα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον… 🙂
Μα πώς τρώγεστε έτσι για το αν κάποιο ποίημα είναι ποίημα; Ας μην είναι. ‘Η ας είναι. Τείνω να καταλήξω ότι δεν έχει σημασία αν κάποιο ‘ποίημα’ οι ‘ποιητές’ το θεωρούν ποίημα αλλά αν σε κάποιον αγγίζει κάτι μέσα του ή όχι. Σε εμένα αυτό το ποίημα δεν αγγίζει κάτι, αν και υπεραγαπώ τη θάλασσα. Προτιμώ τον Γκάτσο. Είναι κάτι το υποκειμενικό αυτό όμως, δεν είναι;
Εγώ θα έλεγα μπράβο στον κώστα που διατυπώνει την άποψη του κόντρα στο ρεύμα των πολλών που θέλουν αυτό το ποίημα να είναι ποίημα.
Εδώ πάντως κώστα δεν είναι μαθηματικά για να πούμε ότι κάτι ισούται με κάτι άλλο. Δηλ. δεν υπάρχουν αξιώματα ή αρχές με βάση τα οποία μπορεί κάποιος να αποδείξει ότι κάποιο κείμενο αποτελεί ποίημα. ‘Αρα η συζήτηση είναι απλώς θέμα εντυπώσεων.
Kώστα, μου είναι δύσκολο να δεχτώ ότι ο κ.Παστάκας λογόκρινε το κείμενό σου, εκτός αν ήταν γεμάτο με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και έκρινε πως το σάιτ του δεν μπορεί να δημοσιεύει τέτοια κείμενα.
Η κριτική δεν χρειάζεται τη βομολοχία για να καταδείξει αυτό που θέλει να εκφράσει.
Θα ήθελα όμως να δω ποιες είναι οι αρχές με βάση τις οποίες δεν θεωρείς αυτό το ποίημα ως ποίημα. Ή, για να αντιστρέψω την ερώτηση, ποιες είναι αυτές οι αρχές που η αντίθετη πλευρά θεωρεί αυτό το ποίημα ως ποίημα.
Θα ήθελα εδώ να πω ποιο υποκειμενικό κριτήριο χρησιμοποιώ για να χαρακτηρίσω εγώ προσωπικά ένα ποίημα. Είναι αυτό που με ελάχιστες λέξεις μπορεί να φέρει στην επιφάνεια ένα ολόκληρο κόσμο συναισθημάτων και εικόνων. Αυτό όμως έχει να κάνει με τον δικό μου ψυχικό κόσμο ο οποίος δεν συμπίπτει απαραίτητα με των άλλων.
‘Τα ποιήματά μου δεν είναι παρά γραντζουνίσματα στο πάτωμα ενός κελιού’. Charles Bukowski.
Καλημέρα
Όπως ορθά ανέφερε στο σχόλιο 35 ο περιηγητής το ποίημα είναι όπως παρακάτω:
ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
η θάλασσα είναι πάντα μακριά
πάντα μακριά η θάλασσα είναι
μακριά η θάλασσα είναι πάντα
είναι η θάλασσα πάντα μακριά
η θάλασσα είναι πάντα μακριά
είναι πάντα μακριά η θάλασσα
πάντα είναι η θάλασσα μακριά
μακριά είναι πάντα η θάλασσα
η θάλασσα μακριά είναι πάντα
μακριά πάντα είναι η θάλασσα
Ακολουθεί απόσπασμα από δημοσίευμα στην εφ. “Τα Νέα” (09.08.2008), του Χάρη Βλαβιανού, που αφορά στην ποίηση του Μιχάλη Μήτρα:
O Μήτρας, μία από τις πιο ιδιότυπες φωνές της γενιάς του ΄70, είναι ο κατ΄ εξοχήν εκπρόσωπος της «συγκεκριμένης ποίησης» στα ελληνικά γράμματα. Η γραφή του, αιρετική, εικονοκλαστική, ειρωνική, επιμένει να «ελέγχει» τα όρια και τις δυνατότητες της γλώσσας, επιχειρώντας μέσω της ανατροπής των συμβατικών μορφών του λόγου έναν «αποσυντονισμό» του νοήματος. Τα «οπτικά» του ποιήματα στηρίζονται σε μια προβληματική που τροφοδοτήθηκε από διάφορα ριζοσπαστικά κινήματα του 20ού αιώνα (ντανταϊσμός/ υπερρεαλισμός), αλλά και από τους πειραματισμούς συγκεκριμένων ποιητών, όπως του Απολλιναίρ (βλ. τα περίφημα calligrammes του), του Μαλλαρμέ (στο γνωστό ποίημα «Un coup de dιs» αναδεικνύεται η οπτική διάσταση της λέξης) και του Πάουντ (στα Κάντος μέσα στη ροή του ποιήματος παρεμβάλλονται ως «αντικείμενα προς επίδειξη» κινέζικα ιδεογράμματα). Συγκεκριμένα, η concrete poetry που υπερασπίζεται ο Μήτρας είναι δημιούργημα της δεκαετίας του ΄50-΄60, ενός κινήματος με πρωτεργάτες τον Βολιβιανό Εugene Gomringer και τους Βραζιλιάνους αδελφούς Αugust και Ηaroldo de Campos που, μέσω της σύμμειξης λέξεων και εικόνων, αποσκοπούσε στην αποδόμηση του γραπτού, γραμμικού λόγου. Η γλώσσα για τον Μήτρα δεν αποτελεί φορέα νοήματος, δεν περιγράφει ή αναλύει μια πραγματικότητα που βρίσκεται έξω από αυτήν, αλλά είναι η ίδια πραγματικότητα. Ποίημα και πραγματικότητα ταυτίζονται και οι λέξεις αποκτούν στο χαρτί τη δική τους υλικότητα. Δεν «μεταφέρουν» σημασίες. Ζουν μέσα στο πλαίσιο που οι ίδιες ορίζουν. Μας καλούν να υπάρξουμε στις σιωπές που δημιουργούν, τις επαναλήψεις, τα κενά.
Οι πειραματισμοί των αρχών του προηγούμενου αιώνα και δκαιολογημένοι και επιθυμητοί ήταν. Οι όποιες προσπάθειες για την λεγόμενη “αποδόμηση” του λόγου (είτε επιτυχημένη είτε όχι – όχι κατα τη γνώμη μου) ήταν προσπάθειες “αποδόμησης” για “αναδόμηση”. Κάτι που ήταν συνυφασμένο και με το γενικότερο αίτημα εκείνης της εποχής.
Σήμερα, στις αρχές του 21ου αίωνα που ο λόγος αλλά και η κοινωνία ολόκληρη τείνουν να αποδομηθούν τελείως -χωρίς προοπτική αναδόμησης- και που κυριαρχεί η ωραιοποιημένη “εικόνα” μις ρηχής επιφάνειας του κόσμου, άλλα πράγματα χρειάζονται.
Ο επιθετικός προσδιορισμός “οπτική” και κάθε σχετικός προσδιορισμός αναιρούν τον όρο “ποίηση”. Γιατί με τη στενή της έννοια -αυτή της ποιηματογραφίας δηλαδή- ήταν και είναι τέχνη του λόγου, ενώ με την ευρεία έννοια δεν είναι περιορίσημη απο προσδιορισμούς.
Οπτική Ποίηση (χωρίς εισαγωγικά) είναι η Τζιοκόντα, η Πιετά, το Impression: Soleil levant, οι ταινίες του Γκοντάρ ή η Πλιτσέσκαγια χορεύοντας τη Λίμνη. Δεν χρειαζόμαστε κάτι άλλο.
Πόσο “φτωχό” αλήθεια είναι αυτό το δισδιάστατο παραλληλόγραμμο που σχηματίζουν οι στίχοι της Θαλασσογραφίας του Μήτρα για να “χωρέσει” τη θάλασσα!
ΥΓ: Ο Χάρης Βλαβιανός δεν είναι αυτός ο κύριος που είχε γράψει ότι “τα περισσότερα ποιήματα του Ρίτσου δεν αξίζουν ούτε το χαρτί στο οποίο γράφτηκαν” και μετά συμμετείχε σε διάφορα πάνελ συζήτησης για το 100χρονα του Ποιητή ώς μελετητής του έργου του και ΠΟΥ διετέλεσε και πρόεδρος του ΕΚΕΒΙ;
Περιηγητή, όχι δεν είναι αυτός ο κύριος. Αλλά μην αρχίσουμε να μιλάμε τώρα για τον Χάρη Βλαβιανό και χάσουμε για άλλη μια φορά την, έτσι κι αλλιώς χαμένη ή ανύπαρκτη, μπάλα. Δεν διαφωνώ μ’ αυτά που αναφέρεις στο σχόλιο σου -αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι συμφωνώ. Αντιγράφω το motto που διάλεξε ο Μιχάλης Μήτρας στο βιβλίο του “Διακριτικές Μεταβολές”, Απόπειρα 2004:
a rose is a rose is a rose is a rose
Γερτρούδη Στάιν
Υ.Γ.: Όποιος ενδιαφέρετε για την οπτική ποίηση ας ανατρέξει και στο έργο του Joan Brossa (www.joanbrossa.org)
Larga lengua de mar en mi memoria.
Luis Garcia Montero
“So far so close”… η θάλασσα είναι, κατοικώντας στη Λευκωσία.
κ.Ρεούση
Ο στίχος που παραθέτεις είναι κομψοτέχνημα και δεν έχει καμμία σχέση με την εν λόγω ανάρτηση.
Δές για παράδειγμα πως απ’ την παρήχηση του υγρού(γλωσσικού) l μέσω του οδοντικού d καταλήγει στην παρήχηση του ένρινου m!
Περιηγητή, επέτρεψέ μου να θεωρώ πως έχει. Για παράδειγμα, αν μεταφράσουμε το στίχο κατά λέξη, έχουμε: “Μακριά γλώσσα της θάλασσας στη μνήμη μου”. Αλλά κοίτα πώς αλλάζει εάν μεταφράσουμε: ” Πλατιά γλώσσα της θάλασσας στη μνήμη μου” ή “Της θάλασσας γλώσσα πλατιά στη μνήμη μου” και παρομοίως μετατοπίζοντας κατά το κέφι τις λέξεις. Εδώ μπορεί να συνδράμει και ο κύριος Μίχος ως ισπανιστής. Όπως και να είναι ο κύριος Μιχάλης Μήτρας κυριολεκτεί όταν τιτλοφορεί το ποίημα “ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ” και τα κύματα είναι πάντα κύματα κύματα κύματα κύματα.
Ύστερη Γραφή (Υ.Γ.) ή Υστερόγραφο (ΥΓ.): Ενώ όλα τα άλλα που εμπεριέχονται στα κουτιά των σχολίων έχουν… ρρρλλλ λέω εγώ τώρα.
Επίμετρο
Είμαστε όμως απαράδεκτοι. Εάν εξαιρέσουμε το πρώτο σχόλιο, κανείς μας (έστω από ευγένεια) δεν ανταπέδωσε τις χειρόγραφες ευχές του Μ. Μ. για καλό καλόκαιρι.
Συμφωνώ με τον περιηγητή στο ότι ο όρος “οπτική ποίηση” δεν χρειάζεται εισαγωγικά και δικαιολογείται θαυμάσια από ζωγραφικά ή κινηματογραφικά έργα. Από την άλλη, μπορούμε να απολαύσουμε οπτικά μουσικές παρτιτούρες ή κείμενα γραμμένα σε ακατάληπτη γλώσσα. Αμφιβάλλω όμως αν είναι οπτική ποίηση αυτό: η απόλαυση δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη για το χαρακτηρισμό ενός έργου ως ποιήματος (από την άλλη, μπορεί να σταθεί ποίηση χωρίς να παρέχει απόλαυση, μια μορφή ικανοποίησης;)
Τότε, αν δεν είναι οπτική ποίηση, τι είναι; Μήπως δεν είναι καν ποίηση; Εδώ συμφωνώ με τον κο Ρεούση (δεν ξέρω πού ακριβώς, αλλά έχω την αίσθηση ότι συμφωνούμε) στο ότι η Θαλασσογραφία δεν επιχειρεί να απεικονίσει τη θάλασσα, ούτε να γίνει κάδρο ή παράθυρο από όπου μπορεί κανείς να δει (ή να φανταστεί) τη θάλασσα. Το τι επιχειρεί δεν το ξέρω, αλλά μπορώ να υποψιαστώ χίλιους-δυο λόγους (εν είδει προλόγου έκδοσης, ή βιβλιοπαρουσίασης), πέρα από όσους αναφέρει ο κος Βλαβιανός. Αλλά μου αρκεί η αφορμή που μου δίνει το κείμενο του κου Μήτρα (να σκεφτώ για τα όρια και τις συνθήκες του ποιητικού αντικειμένου), ως ικανή συνθήκη για να το χαρακτηρίσω ποίημα (πείτε με ολιγαρκή).
Όσον αφορά το θέμα των παρηχήσεων, επιτρέψτε μου μια παρατήρηση: από την εποχή που η ποίηση έπαψε να είναι προφορική, η παρήχηση δεν προσθέτει πλέον αξία στο ποίημα, παρά μόνο όσο και η τεχνητή πατίνα μπορεί να προσδώσει αξία σε σηστέρτιους πρόσφατης κοπής.
Παναγιώτη, η ποίηση είναι πάντα ΚΑΙ προφορική. Είτε διαβάζεται μεγαλόφωνα είτε όχι. Η ποίηση είναι μία, απο καταβολής της.
@79
Θα συμφωνήσω αλλά η μετάφραση είναι διαφορετική ιστορία. Εδώ δεν τίθεται τέτοιο θέμα.
Ούτε υπάρχει τίποτα διφορούμενο. Tίποτα που θα μπορούσε να μας οδηγήσει πιθανά σε διαφορετική ανάγνωση. Μακάρι να υπήρχε.
Ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος ισχυριζόταν -τελείως θεωρητικά βέβαια- ότι το “μακριά” δεν έχει να κάνει με την απόσταση αλλά με το μέγεθος, υπάρχει εκείνο το “πάντα” που αποσαφηνίζει τα πράγματα.
Θεωρώ ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε για να λειτουργήσει οπτικά μόνο.
Στο Κοράνι της Ποίησης το διάβασες αυτό, περιηγητή; Μου ακούγεται απειλητικό… 🙂
(Ήθελα να ‘ξερα πώς θα εξηγούσες την παρήχηση σε άτομα με προβλήματα ακοής)
Περιηγητή και κύριε Παναγιώτη όπως καταλαβαίνετε τα εισαγωγικά στις αναφορές του αποσπάσματος του κύριου Βλαβιανού “συγκεκριμένη ποίηση” και “οπτική ποίηση” είναι του ιδίου. Αν και, ό,τι ή τι σημαίνει, συγκεκριμένη ποίηση και οπτική ποίηση συγγενεύουν (χωρίς εισαγωγικά), εντούτοις έχουν διαφορές. Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση του οπτικού ποιήματος ή του συγκεκριμένου ποιήματος, που μπορεί κάποιος/α να γράψει. Αυτό δεν σημαίνει πως εντρυφεί στη συγκεκριμένη ποίηση ή στην οπτική ποίηση, όπως ο κύριος Μιχάλης Μήτρας δεκαετίες τώρα. Ρισκάροντας μία απάντηση στο ερώτημά σας κύριε Παναγιώτη (του τι μπορεί να επιχειρεί ο Μ.Μ.) παραθέτω σεφερικό στίχο (άσχετο!):
“Μήπως δεν είμαι η θάλασσα;”
Φίλε περιηγητή, η απόσταση από το “Θεωρώ ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε για να λειτουργήσει οπτικά μόνο” μέχρι το “Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να λειτουργήσει οπτικά μόνο” έχει ενδιάμεσο σταθμό το “Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να λειτουργήσει σε μένα οπτικά μόνο”. Νομίζω ότι θα συμφωνήσεις μαζί μου, όπως αποδεικνύουν οι εκτενείς και πολυάριθμοι σχολιασμοί της ανάρτησης, στο ότι το κείμενο γράφτηκε για να λειτουργήσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικούς ανθρώπους.
Δεν υπερασπίζομαι τις αρετές του ποιήματος, αλλά το δικαίωμα της ύπαρξής του παρόλες τις αδυναμίες του.
@84: Καθόλου άσχετο, κύριε Ρεούση. Το ποίημα του κυρίου Μήτρα κάλλιστα θα μπορούσε να είναι, μεταξύ άλλων, και μια απάντηση στο ερώτημα του Σεφέρη. Απλώς σημειώνω ότι τέτοιες ερμηνευτικές απόπειρες, όσο κι αν είναι ενδιαφέρουσες ή ακόμη και επιτυχημένες, έχουν σημασία (πιστεύω) μόνο ως παράγωγα προϊόντα του ποιήματος. Με δυο λόγια, οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το ποίημα δεν μπορεί να αναχθεί σε αισθητική αρετή (ή, αντίθετα, αδυναμία) του ποιήματος, αλλά αφορά αποκλειστικά τους σχολιαστές. Καθένας αναγνωρίζει σε αυτό το ποίημα ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, κι ό,τι υποστηρίζουμε σε αυτή την ανάρτηση είναι ό,τι καθένας μας γνωρίζει και δέχεται.
Περιηγητή δεν έχεις άδικο. Το “μακριά” αφορά στην απόσταση. Αλλά να σου πω κάτι: έχω αισθανθεί αν όχι υπάρξει, κοντά στη θάλασσα και είμαι μακριά-μακριά στη θάλασσα και είμαι κοντά-μέσα στη θάλασσα και είμαι έξω-έξω στη θάλασσα και είμαι μέσα. Είναι αυτό το “So far so close”-“So close so far”.
Κύριε Παναγιώτη… “Καθένας αναγνωρίζει σε αυτό το ποίημα ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, κι ό,τι υποστηρίζουμε σε αυτή την ανάρτηση είναι ό,τι καθένας μας γνωρίζει και δέχεται”. Προσυπογράφω. Να είστε καλά.
@83
Αν είναι εκ γενετής δεν μπορώ να κάνω κάτι. Χάνει. Όχι όλα, αλλά χάνει. Όπως χάνει κάποιος σε ερωτική συνεύρεση αν έχει προβλήματα όρασης, ακοής ή αφής. Αν δεν είναι εκ γενετής μια χαρά μπορεί ν’ “ακούσει”
@86
Δεν διαφωνώ. Μ’ αρέσει αυτό το So far so close.
Δεν είναι απλά μια διαπίστωση. Μου θυμίζει “Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο ΜΕΓΑΣ”.
Έχω γνωρίσει άνθρωπο που έχει χάσει οσμή και γεύση, και το πρώτο πράγμα που αναρωτήθηκα – μετά το σοκ της γνωριμίας με κάποιον ο οποίος είναι ανάπηρος ενώ δεν φαίνεται να είναι – είναι ακριβώς αυτό: πώς απολαμβάνει την ερωτική συνεύρεση. Για να μάθω, χωρίς να γίνω αδιάκριτη, ρώτησα πώς απολαμβάνει το φαγητό. Μου απάντησε “με τη μνήμη, αν και αυτή χάνεται σιγά-σιγά οπότε πια δεν τρώω”. Πάντως, την απώλεια δύο εκ των αισθήσεων, έχει υπερκαλύψει η σταδιακή οξύτητα των υπολοίπων. Συνεπώς, υπάρχει τρόπος… ακόμη και να μυρίσει ή να γευτεί κανείς ένα ποίημα που μοιάζει να μην έχει οσμή και γεύση. Προσωπικά πιστεύω πως το συγκεκριμένο της ανάρτησης απαιτεί κατά κύριο λόγο την ακοή, καθώς την μονοτονία της γραφής σπάει η – απείρων τρόπων – ανάγνωσή της.
Υ.Γ. ή ΥΓ: Αξίζει νομίζω να σημειώσω – συμπληρώνοντας το προηγούμενο σχόλιό μου – πως το αγαπημένο φαγητό ενός ανθρώπου που δεν διαθέτει πλέον οσμή και γεύση είναι ένα κομμάτι καρβουνιασμένο ψωμί!
@86: Ευχαριστώ για τις ευχές και ανταποδίδω, ακόμη κι αν με τις ευχές σας με κατευοδώνετε σε μια συζήτηση την οποία ενδεχομένως δεν σκοπεύετε να συνεχίσετε.
Επανέρχομαι, συγκεφαλαιώνοντας, στο ότι καθένας αναγνωρίζει σε αυτό το ποίημα ό,τι ο ίδιος γνωρίζει, κι ό,τι υποστηρίζουμε σε αυτή την ανάρτηση είναι ό,τι καθένας μας γνωρίζει και δέχεται. Με αυτό εννοώ ότι καθένας μας βρίσκεται πλέον μακριά από το ποίημα (αν υπήρξαμε ποτέ κοντά του) και ό,τι συζητάμε είναι προσωπικές απόπειρες ερμηνείας, βασισμένες σε όσα γνωρίζουμε από μελέτη ή προσωπική εμπειρία. Αυτό επιτρέπει σε σας να βλέπετε στο ποίημα κάτι που άλλοι δεν μπορούν να δουν, καθώς και να αναγνωρίζετε σχέσεις μεταξύ του στίχου του Montero και του ποιήματος του κου Μήτρα, κάτι που, π.χ., για τον περιηγητή (παρεμπιπτόντως και για μένα) δεν είναι καθόλου σαφές. Αν αναρωτιέστε πού βρίσκω το κακό σε αυτό, σας απαντώ “Πουθενά”. Το ποίημα είναι μια θαυμάσια αφορμή για ανταλλαγή ιδεών ή προσωπικών βιωμάτων που, από ένα σημείο και μετά, έχουν ελάχιστη σχέση με την αφορμή που προκάλεσε τη συζήτηση – σε σημείο μάλιστα που ακυρώνει κάθε νόημα (και λόγο αντιπαλότητας) σχετικά με το εάν η αφορμή αυτή αξίζει ή όχι να λέγεται ποίημα.
@87: Με το να βάζεις τη λέξη “ακούει” σε εισαγωγικά, αφενός δεν εξηγείς καθόλου τι νόημα θα είχε μια συζήτηση περί παρήχησης με κάποιον κωφό (έστω και όχι εκ γενετής), αφετέρου επιτρέπεις στους όρους “οπτική/συγκεκριμένη ποίηση” να έχουν νόημα (και λόγο συζήτησης) κι έξω από το χώρο της ζωγραφικής και της κινηματογραφίας.
Όχι ότι έχω πρόβλημα με αυτό, απλώς επισημαίνω ένα ζήτημα συνέπειας 🙂
Το ότι η Ποίηση είναι Μία, παραμένει ζητητέον.
@99: Αγαπητή Ειρήνη, το ότι η απώλεια δύο εκ των αισθήσεων, έχει υπερκαλυφθεί από την σταδιακή όξυνση των υπολοίπων, επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι υπάρχει τρόπος να μπορεί κάποιος να μυρίσει ή να γευτεί οτιδήποτε; Και πώς μπορούμε να μυρίσουμε ή να γευτούμε κάτι που δεν έχει οσμή και γεύση, όπως π.χ. ένα ποίημα ή έναν πίνακα ζωγραφικής ή τον εθνικό μας ύμνο; Ακόμη πιο σημαντικό: εάν κάποιος δεν μπορεί να μυρίσει ή να γευθεί και παρόλα αυτά αναγνωρίζουμε ότι μπορεί με κάποιον τρόπο να μυρίσει και να γευθεί, τότε τι θα λέγαμε εάν αναγνωρίζει το άρωμα της κανέλας στη μπύρα ή σε μια ιδρωμένη φανέλα;
Έχουν νόημα όλα αυτά έξω από το μεταφορικό πλαίσιο της γλώσσας;
… έχουν νόημα μόνο μέσα στο προϊόν της ατομικής – ή και συλλογικής – αλλά πάντως μοναδικής εμπειρίας. Οπότε καταλήγω σε αυτό που γράφεις: Το ποίημα είναι μια θαυμάσια αφορμή για ανταλλαγή ιδεών ή προσωπικών βιωμάτων. 🙂
Και το ρητορικό ερώτημα, εν τέλει: Πόση ποίηση μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη επικοινωνία και πόση επικοινωνία επιτυγχάνεται με τόση ποίηση;
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι ρητορικό και σίγουρα δεν έχω απάντηση! :))
@ Κώστα Ρεούση,
ίσως σας ξέφυγε η χρονολογία στο τέλος του ποιήματος (1984). Ως γνωστόν ο κ. Μήτρας παίζει και με τις παραλλαγές στα ποιήματά του. Η εκδοχή που μας παραχώρησε αποκλειστικά για το ΠΟΙΕΙΝ, είναι ανέκδοτη.
@ Νίκο Αδαμόπουλο,
η ποίηση του κ. Μήτρα δεν χαίρει την υποστήριξη των πολλών, το αντίθετο θα έλεγα: πρόσφατο τρανταχτό παράδειγμα το περσινό (κατ’ ευφημισμό) Συνέδρειο Ποίησης της Πάτρας, που ήταν αφιερωμένο στον Μοντερνισμό, και κανένας δεν είχε την τσίπα να καλέσει τον κ. Μήτρα.
Είναι διασκεδαστικό επίσης, να σου περιγράφει ο ίδιος κάποια δημόσια ανάγνωση ποιημάτων του πριν μερικά χρόνια στη Λάρισα: δεν είχε προλάβει να διαβάσει 2 ποιήματα όταν άδειασε (στην κυριολεξία) όλη η αίθουσα. Μήπως πρέπει να αναθεωρήσετε την άποψή σας;
@ Παναγιώτη και Ειρήνη
Υπάρχει ένα υπέροχο ποίημα της Βισλάβα Ζυμπόρσκα με τον τίτλο (αν θυμάμαι καλά) “Η ευγένεια των Τυφλών”. Περιγράφει την αμηχανία της να μιλάει για χρώματα (τα χρώματα βρίθουν στα ποιήματά της), πως της είχαν ιδρώσει τα χέρια από το άγχος και τη ντροπή της, και πως στο τέλος όλα τα μέλη του Συλλόγου Τυφλών σηκώθηκαν να τη συγχαρούν…
Πάλι η Ζυμπόρσκα, σ’ ένα άλλο ποίημα δίνει το ποσοστό αυτών που τους αρέσει (επικοινωνούν) με την ποίηση στο 2% του πληθυσμού (το 2% συμπεριλαμβάνει και τους ποιητές, και τους κριτικούς κλπ, τους ανθρώπους του συναφιού δηλ.). Τώρα αυτό το 2% πόση επικοινωνία ανταλλάσσει μεταξύ του είναι μάλλον απογοητευτικό: προσωπική μου εκτίμηση είναι γύρω στο 0,1…Για έναν αναγνώστη και μόνο γράφουμε, κι είναι μέγιστη ευτυχία αν τον συναντήσουμε ποτέ στη ζωή μας…:))
@96: Καλησπέρα Σωτήρη. Μιλούσα για την ποίηση μέσα στην επικοινωνία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από δηλώσεις του τύπου “Η ποίηση είναι μία”, “Οι τυφλοί βλέπουν”, “Ποίημα και πραγματικότητα ταυτίζονται και οι λέξεις αποκτούν στο χαρτί τη δική τους υλικότητα. […] Ζουν μέσα στο πλαίσιο που οι ίδιες ορίζουν. Μας καλούν να υπάρξουμε στις σιωπές που δημιουργούν, τις επαναλήψεις, τα κενά.” (το τελευταίο παράθεμα από το άρθρο του Χάρη Βλαβιανού για τον Κο Μήτρα, στα Νέα, Σάββατο, 9 Αυγούστου 2008). Αναφέρομαι στην ποίηση που παρασιτεί μέσα στην επικοινωνία και που παρουσιάζεται ως πληροφορία, ως ενημερωμένη άποψη ή και ως θέσφατο, και που αξιώνει να γίνεται δεκτή ως συμβολή σε διάλογο. Αναφέρομαι στην ποίηση που κρύβεται μέσα στην ΠΕ-ποί-Θ-ηση, στην “ποίηση”, αν προτιμάς, που βλέπουμε συχνά στις βιβλιοκριτικές και στους προλόγους εκδόσεων, στα σχόλια ποιημάτων που ξεπερνούν σε λυρισμό τα ίδια τα ποιήματα, και όχι στην ποίηση στην οποία αναφέρεσαι με το σχόλιό σου.
Από την άλλη, η ποίηση (στην οποία αναφέρεσαι) γράφεται, απαγγέλλεται, διαβάζεται και κάνει τη δουλειά της χωρίς να αξιώνει να γίνει πιστευτή – χωρίς καν να ενδιαφέρεται για τις άδειες καρέκλες των λογοτεχνικών σωματείων ή τα απούλητα αντίτυπα στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Αυτά αφορούν τον ποιητή, και μόνο στο βαθμό που δεν έχει ακόμη ξεπεράσει τη σύγχυση ανάμεσα στην προσωπική αποδοχή και στην καλλιτεχνική αναγνώριση.
Η αναφορά σου στη Szymborska με προκαλεί να μοιραστώ μαζί σου την ανάγνωση: η ποιήτρια απαγγέλλει ένα ποίημα γεμάτο χρώματα ενώπιον ενός ακροατηρίου τυφλών. Το κοινό την ακούει, χαμογελά και τη χειροκροτεί (They listen, smile, and applaud). Αυτό σημαίνει ότι κατάλαβαν τα χρώματα; Μήπως σημαίνει ότι κατάλαβαν το ταλέντο της; Ή μήπως η μεγαλοψυχία (largesse) και η ανεκτικότητά τους (forbearance) δεν τους επέτρεψε να τη λιθοβολήσουν, όπως αντίθετα θα έκαναν οι άνθρωποι του πλατωνικού σπηλαίου σε εκείνον που βγήκε στο φως;
Ενδεχομένως δεν κατάλαβαν τίποτα! Απλώς απόλαυσαν τα χρώματα που ποτέ δεν έχουν δει!
Σωτήρη, οι χελώνες τρώνε μόνο μαρούλι. Άντε, στη μεγάλη πείνα τους, και γατοτροφή!
Αγαπητέ Παναγιώτη, συμφωνώ μαζί σου θα έλεγα απόλυτα (συμπάθαμε αν η αρτηριοσκλήρωση άρχισε να μου γίνεται εμπόδιο). Το σχόλιό σου ήρθε ακριβώς τη στιγμή που σκεφτόμουν να σου απαντήσω για το αν “η ποίηση είναι μία”. Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα κόλπα των Μέσων Μαζικής Αποπλάνησης, θυμάμαι (κι έχω οδηγό) τα λόγια του αείμνηστου Γιάννη Ζουγανέλη: είμαστε υπηρέτες της Τέχνης (στην περίπτωσή μας η Ποίηση), κι όχι υπεράνω της. Δεν μπορούμε να αναχθούμε υπεράνω της Τέχνης που βρεθήκαμε να υπηρετούμε.
Μ’ αυτό το σκεπτικό και μόνο, η Τέχνη της Ποίησης είναι μία. Το αισθητικό αποτέλεσμα, η συγκινησιακή δόνηση, ο θαυμασμός που αισθανόμαστε όλοι μπροστά στον ολοκληρωμένο (ή λειψό, δεν έχει σημασία) λόγο, είναι το μόνο κριτήριο.
Ήμουν πάντα πολέμιος με τα ρεύματα, τους -ισμούς, τις σχολές και όλα τα συναφή παρελκόμενα, μόνο και μόνο επειδή διέβλεπα σ’ αυτά μια ροπή προς χαλιναγώγηση της Τέχνης (λες και ήταν υπεράνω της, και έπαυαν ως δια μαγείας να την εξυπηρετούν).
Απολαμβάνω κάθε μορφή ποίησης. Μ’ αρέσουν ταυτόχρονα ο Ουίτμαν κι ο Κάλβος, πχ, το ομοιοκατάληκτον κι ο ελεύθερος στίχος. Μ’ αρέσει ο Απολιναίρ όσο κι ο Καβάφης. Όταν όμως ο Μπερλής, στις αρχές της δεκαετίας του 90 πήγε να κάνει κίνημα πως πρέπει να γράφουμε μόνο ομοιοκατάληκτα, με βρήκε αντίθετο. Είχε πάρει τηλέφωνο τον τότε εκδότη μου Πατίλη, κι επί μια ώρα ζητούσε την “άμεση απόλυσή μου από το Πλανόδιον”. Τελικά, η απόλυση μου ήρθε από τον κ. Πατίλη καμιά δεκαετία αργότερα: ότι δεν κατάφερε ο κ. Μπερλής, το κατάφερε ο Κουμπάρος του.
Θέλω να πω, πως οποιοσδήποτε πάει να θέσει τη σχολή του (η τελευταία σύγκρουση με τον Πατίλη ήταν η Σχολή της “Διακειμενικότητας”) (τί είχα Γιάννη, τί είχα πάντα), θα με βρίσκει πάντα αντίθετο. Και τόχω πληρώσει αυτό. Κι είμαι έτοιμος να το ξαναπληρώσω. Όποιος πάει να βάλει υπεράνω της Τέχνης τη σχολή και τον εαυτούλη του, είναι εχθρός μου. Ο Μπερλής, ακόμα με κυνηγάει να με “πλακώσει”-λέει-γιατί, όταν συναντιώμαστε στις εκλογές της Εταιρείας Συγγραφέων κάνει πως δεν με ξέρει…
Μία είναι η Τέχνη, Παναγιώτη. Το γοητευτικό και το άρρητο είναι πως δεν ξέρουμε πως επιτυγχάνεται…εκεί έγκειται όλη η μαγεία κι η διαρκής υπηρεσία μας σ’ αυτή.
Αν αφηνόμασταν στη ζωή, θα αφηνόμασταν ελεύθεροι και στην τέχνη. Μας κατατρώει πάντα η ταξινομητική μας διάθεση και κάθε ιεράρχηση που ενυπάρχει σε αυτή.
Εξ αφορμής του τελευταίου σχολίου της Εξ Απορρήτων Ειρήνης θα έλεγα ότι όσο και να αφεθούμε ελεύθεροι στην ζωή, δύσκολα πολύ θα αφεθούμε ελεύθεροι και στην τέχνη.
Και αυτό θεωρώ ότι είναι φυσιολογικό να γίνεται έτσι μιας και -συμφωνώντας απολύτως με τον Γιώργο Χειμωνά -η τέχνη δεν αποτελεί μια πραγματικότητα που να μπορείς να την κάνεις ζάφτι χρεώνοντας της μέχρι και σύνορα ελευθερίας ,αλλά αποτελεί ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα που χωρίς αυτό το σχόλιο όμως η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως τετελεσμένη.
Θεωρεί μάλιστα ο Χειμωνάς το σχόλιο αυτό της τέχνης πάνω στην πραγματικότητα πολύ πιο πραγματικό από την ίδια την πραγματικότητα μιας και αποκαλύπτει εκείνες τις ουσιαστικές διεργασίες που αναπαράγουν την συγκινισιακή πραγματικότητα του ανθρώπου.
Αποδεχόμενος πλήρως την άποψη τούτη λοιπόν θα έλεγα ότι ελευθερία στην τέχνη είναι όντως πολύ δύσκολο τελικά να υπάρξει όσο παραμένουμε άνθρωποι με καρδιές και αιστήματα και αντιπαθοσυμπάθειες σε μορφές και τεχνικές συνθέσεως και παρουσιάσεων.
Βέβαια για να είμαι ειλικρινής με “διαολίζει” ευχάριστα αυτό το γινάτι του Αξελού που δεν ήθελε λέει να εκδόσει το επόμενο του βιβλίο αν πρώτα δεν ήταν για τα καλά πεπεισμένος ότι επιτυγχάνει μέσα από αυτό να κάνει ακόμα πιο σαφές αυτό που ενώνει ή διαφοροποιεί την ζωή με την σκέψη.Και υπό τον όρο “σκέψη” υποννοείται σαφώς η ανοιχτή θάλασσα της ζωής που ενυπάρχει στις κορυφαίες στιγμές του καθένα.
Βέβαια και πάλι η διάρκεια είναι ένα ζήτημα σε αυτού του είδους τη σχέση.Και ο οίστρος νοιώθω μερικές φορές ότι δεν φτάνει για να προσφέρει περισσότερα από ένα άρτιο-σύμφωνα με τις εκτιμήσεις -έργο τέχνης, που θα καταναλώθεί ή θα τυποποιηθεί κι αυτό όμως κάποια στιγμή μέσα στο μαγαζί της καθημερινότητας που βερεσέ δεν δύναται να δώσει για να χει να ξοδεύει κάποιος ανενόχλητος και διαρκής μέσα στην έπαυλη του αληθινού του κόσμου..
Δεν πιστεύω στην βουλησιαρχία. Ούτε όμως και στον άκρατο ντετερμινισμό. Σαφώς δεν πιστεύω επίσης πως μπορεί να υπάρξει η απόλυτη ελευθερία στη ζωή, πόσο δε μάλλον στην τέχνη, που αποτελεί οπωσδήποτε τρόπο προσέγγισης της πρώτης και μορφή κοινωνικής κριτικής. Συνεπώς, και εφόσον η ελευθερία είναι ένα μύθευμα ή ένα ιδανικό, μπορούμε τουλάχιστον να επιχειρήσουμε έναν τρόπο σκέψης που να οδηγεί στην ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑ. Έχω την εντύπωση πως ο Αξελός σε αυτήν στόχευε και γι αυτήν ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί. Νομίζω επίσης πως αυτή είναι η μόνη που οδηγεί στην ανοιχτή θάλασσα της σκέψης και δίνει εκείνη την υπέροχη μυρωδιά μιας αρμυρής ελευθερίας…
@ Σωτήρη Παστάκα
Σας ευχαριστώ για τη διευκρίνηση. Την πρόσεξα την ημερομηνία, απλώς δύο εκδόσεις που έχω (η μία πρόσφατη, από τις επίσης γνωστές αυτοσχέδιες εκδόσεις του Μιχαήλ Μήτρα) περιλαμβάνουν το ποίημα έτσι όπως το παράθεσα σε παραπάνω σχολιασμό. Και τα δύο τα απολαμβάνω, όπως επίσης και τη ΘΑΛΛΑΣΟΓΡΑΦΙΑ 2. Το αναρτημένο ανέκδοτο, λοιπόν, νηνεμία και το άλλο, φουρτούνα.
@ Γιώργο Μίχο
Δεν τολμώ να θεωρήσω τον εαυτό μου ισπανιστή, αν και σας ευχαριστώ.
@ Όλους τους σχολιαστές (συμπεριλαβανομένου και του εαυτού μου) via Μιχαήλ Μήτρα:
ΙΔΕΟΛΗΨΙΑ Ή ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
Δεν θέλεις ή δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό
ΠΟΥ
ΠΡΟΣΠΑΘΩ
ΝΑ
ΣΟΥ
ΠΩ
Δεν γνωρίζω πολλά για τον κ. Μήτρα. Δεν έχω διαβάσει επισταμένα. Απ’ όσο γνωρίζω όμως, η απλότητα, η απλοϊκότητα, και η ευκολία είναι τόποι που μπορεί να εφάπτονται, να τέμνονται αλλά δεν μπορεί να ταυτίζονται.
Θέλω να πω πως είμαι εν μέρει αντίθετος με την αναστολή κρίσης, την “εποχή” των αρχαίων Σκεπτικών, που τείνει σε μια ειρηνική αποχαύνωση λοβοτομώντας και εξαφανίζοντας την κριτική σκέψη. Μέσα τους νομίζω κρύβεται ο φόβος εξωτερίκευσης και λάθους και η παραίτηση με δικαιολογία έναν άκρατο σχετικισμό. Δηλαδή, είμαι πλησιέστερα στο “Κρίνε για να κριθείς” του Αναγνωστάκη παρά στο κείμενο “Ώθηση Αιωνιότητας” του κ. Τόλια που αναρτήθηκε στις 25 Ιουλίου.
Οι ιδιοσυγκρασίες πρέπει να συγκρούονται διαλεκτικά κατα τη γνώμη μου. Ας θυμηθούμε τον ηρακλείτειο πόλεμο, που εννοείται πως δεν είναι χολή αμορφωσιάς και απαιδευσίας, αλλά ροπή ολοκλήρωσης και ανύψωσης.
Και επίσης εννοείται πως άλλο είναι η ατομική εμπειρία, η υποκειμενική συγκίνηση και η ερμηνεία της ποίησης, και άλλο η κριτική της.
Η πρώτη στάση μπορεί να τα δικαιώσει όλα γιάτι όλο και κάποιος θαυμαστής-υποστηρικτής θα βρεθεί για έναν ποιητή ή ένα ποίημα. Και με την επίφαση του σεβασμού και της δημοκρατικότητας, θα πρέπει να τον ακούσουμε ευλαβικά και συμπαθητικά, ακόμα και αν διαφωνούμε. Αυτή η υποκειμενική στάση βέβαια μπορεί και να απορρίπτει, γιάτι όλο και κάποιος εμπαθής και παρορμητικός περαστικός μπορεί να προσπαθήσει να “χαλάσει” την κρίση του χρόνου ή της πλειοψηφίας. Είμαι εναντίον αυτής της στάσης, είτε δικαιώνει τα πάντα, είτε επιτίθεται αυθαίρετα και χωρίς επιχειρήματα. Γιατί η Ποίηση και η Τέχνη, δυστυχώς ή ευτυχώς, δε λειτουργούν “δημοκρατικά” και ηθικολογικά, αλλά ούτε και ετσιθελικά και δικτατορικά. Μάλλον λειτουργούν πολιτειακά, με την έννοια της Πολιτείας που δίνει ο Πλάτων ή ο Αριστοτέλης. (Η χριστιανική “αγάπη για τον πλησίον” πάντως δεν ισχύει).
Απο την άλλη, η κριτική της ποίησης είναι θεωρητικό ζήτημα. Είναι η μετουσίωση των ταπεινών ενστίκτων σε σκέψη και ιδέες. Και βέβαια, προϋποθέτει βασανιστική αυτοκριτική και παιδεία.
Οπότε ας αφήσουμε τις σοφιστείες και τις κοινωνιολογίες, και ας κρίνουμε για να κριθούμε. Διότι η Ποίηση δε λειτουργεί με βάση τις παροιμίες, ούτε την κινέζικη θυμοσοφία. Η Ποίηση -και η κριτική της-, λειτουργούν αρχαϊκά ελληνικά.
Με άλλα λόγια, η Ποίηση και η Τέχνη δεν έχουν ανθρώπινα δικαιώματα… Έχουν μόνο υποχρεώσεις.
Ειρήνη
Αφού συμφωνήσω στα δυο φιλοσοφικά σου «δεν πιστεύω», έχω άλλη γνώμη στο ότι επειδή δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη ελευθερία στη ζωή δεν μπορεί να υπάρχει απόλυτη ελευθερία και στην τέχνη. Πρώτα ας δεχτούμε ότι απόλυτη ελευθερία δεν υπάρχει γιατί δεν υφίσταται. Το εύρος της ελευθερίας, σκέτα, είναι μια έννοια διαρκώς μεταβαλλόμενη γιατί βρίσκεται σε διαρκή συνάρτηση με την εξέλιξη της γνώσης και της επιστήμης. Η προσέγγιση της ελευθερίας μέσα από την τέχνη γίνεται σε ουσιαστικότερο και μεγαλύτερο βαθμό, κατά τη γνώμη μου. Δεν σταματά στον τρόπο προσέγγισης της ζωής και την κοινωνική κριτική. Έχει την απόλυτη ελευθερία ο καλλιτέχνης δημιουργός, μέσα από την όποια τέχνη του να αποκαλύπτει πλευρές, αποχρώσεις, απωθήσεις, ψυχικούς καταναγκασμούς, ανομολόγητους συμβιβασμούς, το ωραίο, το αγαθό, το ευτελές, το άσχημο, το κακό, το ποιητικό, που δεν συνειδητοποιείται μες τη καθημερινότητα, κ. ά. και που είναι υπαρκτά μες τη ζωή, αλλά καταδυναστεύονται ή αποκρύπτονται ή διαστρεβλώνονται, από εξουσιαστικά, ιδεολογικά και εκμεταλλευτικά κατεστημένα. Οι μορφές της τέχνης είναι εκείνες που εγείρουν συνήθως συζητήσεις και σφαγές. Κατά πόσο με την άλφα ή την βήτα μορφή, προσεγγίζεις, πλησιάζεις περισσότερο την αλήθεια. Και είναι επόμενο όταν μέσα σε δύο περίπου αιώνες, υπήρξαν τόσες και τέτοιες αλλαγές, ανατροπές, βελτιώσεις, καταστροφές στη ζωή με την εξέλιξη των επιστημών, να καταστεί αναγκαία και η ανακάλυψη και πρόταση και άλλων μορφών έκφρασης στις τέχνες, που να ανταποκρίνονται και σε μια νέα αισθητική και στούς καινούργιους ρυθμούς και απαιτήσεις της ζωής. Χωρίς το ιδανικό της διατύπωσης του πλησιέστερου προς την επίκαιρη αλήθεια σημείου, όλες αυτές οι προτάσεις νέων μορφών, θα ήταν ή κατασκευές εγκεφαλικές ή απάτες. Και βέβαια η σε μεγαλύτερο βάθος προσέγγιση και αποκάλυψη της επίκαιρης αλήθειας μέσα από την τέχνη, ούτε ανατρέπει, ούτε καθοδηγεί. Απλά ως ένα βαθμό ευαισθητοποιεί και προβληματίζει.
Η σημαντικότερη αιτία αμφιλογίας για το τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο από αισθητικής άποψης, έχει τη ρίζα της στην περιφρόνηση της αναφερόμενης στην τέχνη θεωρίας, ήτοι της αισθητικής. Ειδικά στη χώρα μας. Μας χρειάζεται μια θεωρητική κατάρτιση για να μπορέσουμε να ορίσουμε τα minimum και τα maximum όρια εντός των οποίων θα μπορούσε να κινηθεί μια σοβαρή περί τέχνης συζητηση, που δεν περιορίζεται στην εικοτολογία, ήτοι σ’ αυτό το ανεκδιήγητο: έτσι είναι γιατί έτσι μου αρέσει. Το γούστο, είναι μεν υπόθεση υποκειμενική αλλά διαμορφώνεται και διαφοροποιείται διαρκώς κάτω από συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες. Κανείς δεν ήρθε υψιπετής, αν και με χαρακτηριστική ευκολία το “παίζει” υψιπέτης. Κι είναι σημαντικό να ελέγχεις διαρκώς την εγκυρότητα της προσωπικής σου άποψης, κυρίως όταν θα ήθελες να γίνει σεβαστή και από άλλους. Και προς θεού δεν λέω πως πρέπει να είναι κανείς θεωρητικός για να είναι καλλιτέχνης, ούτε σώνει και καλά όλοι οι θεωρητικοί έχουν καλύτερη επαφή με την τέχνη από τους μη θεωρητικούς. Πως αλλιώς όμως μπορούμε να μιλάμε περί τέχνης, να κρίνουμε και να κρινόμαστε, να τοποθετούμε το έργο μέσα σε μια κλίμακα (στις άπειρες διαβαθμίσεις που μας κατακλύζουν)με κάποια κριτήρια και από κάποια σκοπιά;
Τώρα όσον αφορά στον κ.Μήτρα, ακολούθησα απ’ την αρχή την μετέπειτα παραίνεση του σενιόρ Μίχου. Βρήκα πως υπάρχει (εξαντλημένο πια) ένα βιβλίο του “τζαζ” Κώστα Γιαννουλόπουλο “Ανθολογία Συγκεκριμένης Ποίησης” απ’ τη “Νεφέλη” το 81(?) (τι βιβλιάρες έχει βγάλει παλιά η Νεφέλη, ειδικά περι μουσικής, κρίμα που δεν τα επανακυκλοφορεί). Λαμβάνοντας υπόψιν τα της περί ρυθμολογίας συντονισμού της ανθρώπινης εργασίας που μας είπε ο σενιόρ πήγα πίσω στα work songs και τα ring shouts των εξ Αφρικής σκλάβων στις φυτείες που μας έδωσαν τα περίφημα μπλουζ. Αλλά ο μινιμαλισμός και η επανάληψη ηταν χαρακτηριστικά σε όλη τη θρησκευτική τελετουργική τέχνη ιδιαίτερα στην Ασία με την “κυκλική” θεώρηση του χρόνου (έχω παρακολουθήσει εκστασιασμένος τέτοιες τελετές που ακόμη και στην “τουριστική” version τους σε βάζουν στο πνεύμα). H επιρροή της ασιατικής αισθητικής στη δυτική avant-garde είναι θεμελιώδης. Η εννοιακή τέχνη (conceptual art) και μια τέχνη που απορρίπτει όλες τις μορφές διυσμού εξέφρασε την ανάγκη της επιστροφής σε απλούστερα, περισσότερο βασικά στοιχεία. Σαφώς ο μινιμαλισμός είναι μια αντίδραση του 20αιώνα στην υπερβολή της πληροφορίας, στην ακμάζουσα σύγχυση. Είναι κατά μία έννοια, μια μορφή διαφυγής, είναι όμως επίσης και ένα βάθεμα της εμπειρίας σε κάποιες πολύ περιορισμένες περιοχές της αντίληψης. “Εγκεφαλική τέχνη” θα έλεγα. Σαν αντίλογο θα μπορούσε να τονίσει κανείς πως η ενοιακή τέχνη είναι ριζικά ανιστορική (στο περιεχόμενο), ότι οι ιδέες αντικαθιστούν ένα ιστορικό ή κοινωνικό πλαίσιο κι αυτό την αποσπά απ’ το πραγματικό. Υπάρχει μια διακής ασάφεια για το που βρίσκεται πραγματικά, το κέντρο του ενδιαφέροντος: στην ιδέα, στη δραστηριότητα ή το αποτέλεσμα. Πάντως η ιδέα μιας μη-διυστικής τέχνης, ελεύθερης από κάθε πάλη ή διαλεκτική μας φέρνει σε καινούργια πεδία. Η απόρριψη της εξέλιξης και της διαμάχης οποιουδήποτε είδους καθώς και της επιμονής του για την ουσιώδη “αυτό-τητα” (it-ness) του ήχου ή του στίχου. Κι εδώ νομίζω πως έχουμε να κάνουμε με την τελευταία και πιο ακραία μορφή των παλιών ιδεών για τη μοντέρνα τέχνη-των ιδεών της ηρωικής εξατομίκευσης, της αποξένωσης και του προσωπικού στυλ.
υγ. ενώ στη μουσική κανείς δεν τολμά να συγκρίνει π.χ. τον Φίλιπ Γκλας με τον Καζαντζίδη για ευνόητους λόγους, στην ποίηση γίνεται άνετα η σύγκριση ανάμεσα στον Μήτρα και τον Γκάτσο.
ως λογία, θα πλαστογραφήσω το ποίημα και θα του δώσω μια πιο σικ μορφή:
θάλαττα θάλαττα!
ασφυκτιώ, περιμένω, καίομαι, πότε θα έρθει η 16 του μηνός;
διαδίκτυο χωρίς ποιείν είναι ερωτικό φιλί χωρίς μουστάκι (γερμανική ρήσις).
@ Γιάννη,
όλο σου το σχόλιο διατρέχει η άποψη ότι η τέχνη απελευθερώνει – και συμφωνούμε σίγουρα ως εδώ. Διαφωνούμε στο ότι η απελευθέρωση συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την ελευθερία ή ταυτίζεται με αυτήν. Εάν η τέχνη είχε αγγίξει έστω και στο ελάχιστο την ελευθερία, δεν θα είχε λόγο ύπαρξης, θα είχε πάψει να υπάρχει, για τον απλό λόγο, αυτόν που αναφέρεις: θα είχε πάψει να ευαισθητοποιεί και να προβληματίζει. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η ελευθερία – ως μύθευμα ή ιδανικό (επιμένω) – είναι πολύ μακριά… Αυτό που είναι κοντά, και γύρω και εντός της τέχνης, είναι το «ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιό της» μέσα από το οποίο πηγάζει, και μέσα στο οποίο περιορίζεται όσο κι αν αναπτυχθεί. Η ελευθερία είναι μια εντελώς υποκειμενική αίσθηση που – αν δεχτούμε ότι υπάρχει – παραπέμπει σε αυτό που αναφέρει ο Κώστας Παπαθανασίου ως «αυτότητα» που και αυτή ένας μύθος είναι. Οι άνθρωποι συγκροτούν – και συγκροτούνται με – «ταυτότητες» και μέσω αυτών, ως κοινωνικά και μόνον όντα, σκέφτονται, άρα υπάρχουν.
@Κύριε Καλλέργη,
συγχωρέστε με για την διαφορετική οπτική, αλλά σε κάθε βήμα μου θυμάμαι πως παραμένω στάσιμη. Και αυτό διότι δεν μπορώ να βιώσω κάτι που δεν υπάρχει.
Καλό βράδυ.
Ο Πολ Βάλερυ έλεγε για την ελευθερία:
“μια από τις μισητές εκείνες λέξεις, που έχουν μεγαλύτερη αξία απ’ ότι νόημα, που απαγγέλουν περισσότερο απ’ όσο μιλάνε (…) που έχουν ασκήσει όλα τα επαγγέλματα, (…)εξίσου κατάλληλες για απατηλές αναλύσεις και για ατέρμονες λεπταισθησίες, όσο και για επιμύθια που εξαπολύουν κεραυνούς” (Ματιές στο σύγχρονο κόσμο)
Η ελευθερία είναι διαρκώς “ήδη παρούσα”, όντας σύμφυτη μάλιστα με τη συνείδηση, και πάντα ικανή να επανακτηθεί, καθώς συντελείται μέσα από μια άσκηση που δεν είναι καθόλου αυτονόητη.
Αυτή η επανάκτηση διέρχεται μέσα από κοινωνικές και πολιτικές μάχες όμως προυποθέτει και δουλειά του υποκειμένου πάνω στον εαυτό του. Η ελευθερία δεν είναι κάτι που διεκδικούμε απλά από κάποιον άλλο.
Η ελευθερία ορίζεται αρνητικά όταν την αντιλαμβανόμαστε σε σχέση με μια εξωτερική πραγματικότητα: συνιστά, στην περίπτωση αυτή, την ικανότητα να μην παρεμποδίζεται, να μην πέφτει θύμα πιέσεων ή εξαναγκασμών. Όμως για το υποκείμενο, ορίζεται θετικά ως η ικανότητα να αυτοπροσδιορίζεται εν γνώσει των συνεπειών. Ως τέτοια ικανότητα, συνεπάγεται υποκειμενικές ενδιάθετες κλίσεις.
Δεν υπάρχει ελευθερία, πράγματι, χωρίς να συνυπάρχει μια δυνατότητα παραίτησης: επιλέγω, σημαίνει παραιτούμε από όλες τις δυνατότητες εκτός από μία μόνο. Τούτη η παραίτηση δεν είναι προαιρετική. Η απουσία της προξενεί την αδιαφορία ή την αστάθεια, δύο μείζονα εμπόδια της ελευθερίας.
Πραγματικά αν αρνηθούμε να παραιτηθούμε αυτόματα δεν επιλέγουμε: τότε η ελευθερία χάνεται από έλλειψη αποτελέσματος.
ένα παράδοξο της ελευθερίας:
σαν κάθε μορφή ανθρώπινης πράξης, η ελευθερία είναι απόλυτη, δεν έχει συνάφεια μ’ αυτό που ενστερνίζεται. Σαν μοερφή εντούτοις δεν μπορεί συγχρόνως να είναι ο σκοπός μιας δράσης.
Όταν ανάγουμε την ελευθερία σε σκοπό, είναι σαν να της δίνουμε μια άδεια μορφή, είναι σαν να μπαίνουμε στη λογική της ηγεμονικής κυριαρχίας του επικεντρωμένου στον εαυτό υποκειμένου.
Η προάσπιση της ελευθερίας ως μορφής του ανθρώπινου πρέπει να είναι ασυνθηκολόγητη. όμως η χρήση της δεν μπορεί να είναι απολυτοποιημένη.
Ευτυχώς κύριε Καλλέργη που συμφωνούμε μέσω τρίτων. Για τον ατομικισμό του Σαρτρ δεν θα κάνω λόγο, ούτε βεβαίως θα ανταποκριθώ στην αγένειά σας με αγένεια. Οφείλω μόνον να σας πω – προασπίζοντας τον διαρκώς πάσχοντα εαυτό μου – πως το τελευταίο μου σχόλιο (εξαιτίας του οποίου εισέπραξα την ειρωνεία σας) είναι διατυπωμένο αντιθετικά ως προς το δικό σας, μόνο και μόνο για να εξάρω αυτό ακριβώς που γράφει ο Κώστας Παπαθανασίου. Ότι δηλαδή, “η άσκηση της ελευθερίας δεν είναι αυτονόητη”. Προσθέτω: Ούτε και η ελευθερία είναι μία. Είναι πολλές. Τόσες, όσα και τα υποκείμενα που σκέφτονται πάνω σε αυτήν και επιχειρούν να την ασκήσουν.
Καλό σας ξημέρωμα.
Καλημέρα και χρόνια πολλά σ’ όσες κι όσους γιορτάζουν.
Ομολογώ ότι η συζήτηση μετά την ανάρτησή μου, υπήρξε άκρως ενδιαφέρουσα και θα ήθελα να κλείσω με το στίχο του Πάουντ: «όλοι αποκρίθηκαν σωστά, δηλαδή κατά τη φύση του ο καθένας».
Ας μη δώσουμε σημασία στη μικρή αγένεια. Δεν είναι εύκολη η ταχεία ανάρρωση από τέτοιες παθογένειες.
Ως αναφορά τις σκέψεις που διατύπωσε η Ειρήνη σχετικά με την μέλλουσα να ακολουθηθεί πολιτική από το ΠΟΙΕΙΝ, τις βρίσκω ορθές, αλλά θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι αποφάσεις μιας μικρής ομάδας, έτοιμης να αιτιολογήσει τις αποφάσεις της σε τυχόν ενστάσεις. Ευχαριστώ όλους του συνομιλητές.
Καλημέρα Γιάννη!
Πράγματι από την χθεσινή σου ανάρτηση και έπειτα ο σχολιασμός απέκτησε ένα άλλο ενδιαφέρον. Ο λόγος περί ελευθερίας πήρε θα έλεγα φωτιά, αν και απουσίασε κάποια αναφορά στις ρίζες που έχει η έννοια αυτή στον Διαφωτισμό. Δεν πειράζει. Σε άλλες θάλασσες ενδεχομένως.
Όσο για τη μέλλουσα πολιτική του ΠΟΕΙΝ, αυτή δεν ήταν προϊόν δικών μου αιτημάτων. Απλώς, σε δικό μου πλαίσιο σχολιασμού έτυχε να πέσουν οι αποφάσεις της μικρής ομάδας του Ποιείν.
Ευχαριστώ κι εγώ για τη συνομιλία & χρόνια πολλά στους εορτάζοντες και τις εορτάζουσες σήμερα.
Ο Λακάν μέσω Λίποβατς νομίζω πως δε μας σώζει κ. Μίχο.
Άλλωστε οι πατέρες και οι πατερούληδες πεθάναν και εξακολουθούν να πεθαίνουν συνεχώς. Ακόμα και οι πολύ νέοι για τέτοιους ρόλους ή οι αποτυχημένοι σε αυτούς το ίδιο έπαθαν και παθαίνουν.
Συγγνώμη, αλλά μια μύγα ενόχλησε το χέρι μου. (Το σημαίνον δεν ταυτίζεται με το σημείο).
Ας προσευχηθούμε λοιπόν όλοι μαζί στη Μεγάλη Μητέρα! (που βγήκε εκτός Αγίας Τριάδος).
Γιώργη Καλλέργη, ευχαριστώ για το κοπλιμέντο.
Έχουν τελικά ενδιαφέρον οι αντιδράσεις που προκαλούν τα οπτικά ποιήματα. Άν και εγώ θα μιλούσα στην περίπτωση των ποιημάτων του Μήτρα για “συγκεκριμένη ποίηση”, αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα.
Εύχομαι όταν (με το καλό) τελειώσω τη διδακτορική μου πάνω στην “οπιτκή ποίηση στον ελληνικό χώρο” (γιατί δέν είναι μόνο οι αρχαίοι, ο Ψαλτήρας, ο Σεφέρης και ο Μήτρας, στους οποίους αναφέρονται οι περισσότεροι) και όταν μεταφραστεί (γιατί την γράφω σε γερμανικό πανεπιστήμιο) να προκαλέσει επίσης πολλές συζητήσεις περί του θέματος.
Γιατί το θέμα χωράει πολλή συζήτηση.
Το ότι η οπιτκή ποίηση ώς είδος δεν διδάσκεται στα σχολεία, παρά μόνο εδώ και λίγα μόνο χρόνια (σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) δεν έχει οπωσδήποτε σχέση με τα παραδείγματα καθεαυτά, αλλά την παράλειψή τους σε ανθολογίες και μετρικές-στιχουργικές και την έλλειψη εκτεταμένων επιστημονικών εργασιών.
Παραπέμπω σε άρθρο μου, μία προσπάθεια εξερεύνησης του θέματος της σχηματικής ποίησης στις νεοελληνικές μετρικές και στιχουργικές και συγκεκριμένα του 19ου αιώνα στον Κονδυλοφόρο Τόμος 7/2008
( Εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη).
Όποιος έχει όρεξη να παραμείνει στο θέμα μπορεί να επισκέπτεται και το μπλόγκ μου (http://carmen-figuratum.blogspot.com/), είναι όμως καινούριο κι ακόμη δεν έχω γράψει πολλά.
Όποιος έχει παραδείγματα, τον παρακαλώ να μου στείλει. Επίσης ψάχνω κι εγώ την Ανθολογία του Γιαννουλόπουλου῏
Κάποιος μίλησε για ποιότητα οπτικών ποιημάτων, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν αυτό είναι θέμα με το οποίο θα ήθελα να ασχοληθώ, αφού εδώ μπαίνουμε γενικά στο ερώτημα της αντικειμενικότητας της αξιοποίησης του λογοτεχνικού προϊόντος που λέγεται ποίηση.
Σας παραθέτω όμως ένα κατα τη γνώμη μου θαυμάσιο οπτικό ποίημα του Ντίνου Σιώτη (“Πώς μας βλέπουν οι ξένοι;” συλλογή Μουσείον Αέρος, 1999).
Ποίημα γραμμένο το 1996, όμως πάντοτε επίκαιρο κι επειδή ταίριαζε πολύ ωραία τελευταία το μετέφρασα και εκδόθηκε τελικά στην γερμανική εφημερίδα Die Zeit (βλ. http://blog.zeit.de/zeit-der-leser/2010/05/14/wiedergefunden-ein-griechisches-gedicht/).
Το ποίημα έχει μορφή τριγώνου, με κάθε στίχο το ποίημα μικραίνει, κάθε πρόταση αποκτά το δικό της νόημα. Ο Σιώτης όχι μόνο αφήνει τον αναγνώστη να απαντήσει στο “πώς” αλλά τον αφήνει να ερμηνεύσει και τον όρο “ξένος”.
Πώς μας βλέπουν οι ξένοι;
μας βλέπουν οι ξένοι;
βλέπουν οι ξένοι;
οι ξένοι;
ξένοι;
Ακρογωνιαία επισήμανση όμως
θα την προτιμούσα έτσι
“Το μόνο που θα καταφέρουμε
( αν το καταφέρουμε ) είναι να μας αρέσει”
Αγαπητέ κε Καλλέργη>
“Το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις ποίηση(αληθινή ποίηση) είναι η ατμόσφαιρα της καρδιάς κι ό,τι απομένει από τις ευφυίες του μυαλού”
–> βέβαια και είναι έτσι. Εκτός αυτού όμως χρειάζεται και καμιά φορά μια ποιητική φόρμα, είτε το λέμε μέτρο, είτε ομοιοκαταληξία είτε ελεύθερο στίχο.
Μιλάμε όμως πάλι για την ποίηση γενικά, και το τί είναι ποίηση και ποιητική παραγωγή, επίσης και το τι μας αρέσει εμάς, και τι θεωρούμε εμείς ως ποίηση.
Ήθελα όμως λίγο να επικεντρώσω ξανά στο συγκεκριμένο είδος της ‘οπτικής ποίησης” γιατί από τη στιγμή που αρχίζουμε να ανοίγουμε το θέμα στο άπειρο, νομίζω πως χανόμαστε σε θέματα άλλα κι εξ άλλου de gustibus non est disputandum.
Κι ό,τι αφορά το soundtrack του dead man, πολύ καλό κι ο William Blake τώρα πασίγνωστος και πολύ cool στην εποχή του όμως παραγνωρισμένος.
@123
Προσπάθησα να κεντράρω τον ένα στίχο κάτω απο τον άλλο ούτως ώστε αλλά δεν λειτούργησε. Το σχόλιο τα εμφαωίζει στιχισμένα αριστερά πάλι. Καταλαβάινετε όμως νομίαω τι εννοώ…
Πολύ καλά παρατηρήσατε, αγαπητέ περιηγητή,
πως στο ποίημα θα ταίριαζε η γραφή στο κέντρο και πράγματι το ποίημα έτσι είναι τυπωμένο. Αν θέλετε να το δείτε (γιατί προφανώς κι εγώ δεν κατάφερα να διατάξω τους στίχους σωστά) παραπέμπω εδώ:
http://blog.zeit.de/zeit-der-leser/2010/05/14/wiedergefunden-ein-griechisches-gedicht/
Το κύριο στοιχείο είναι η πράγματι αφαίρεση, παρατηρήστε όμως πώς δεν είναι τίποτε τυχαίο αφού η κάθε πρόταση παίρνει άλλη σημασία.
Ο πρώτος στίχος ρωτά το πως;
Ο δεύτερος διερωτάται: μας βλέπουν καν;
Ο τρίτος: βλέπουν;
Ο τέταρτος ρωτά άν πράγματι είναι οι ξένοι εκείνοι, που ρωτούν,
και ο τελευταίος άν πράγματι είναι ξένοι.
Ενδιαφέρον έχει όχι μονο το ερώτημα του τί είναι “ξένος” αλλά και μαζί μ|αυτό και το τί είμαστε “εμείς”. Νομίζω πως είναι αρκετά έξυπνο και πάλι επίκαιρο σε μια εποχή που μιλάμε για ευρωπαϊκή ένωση τη στιγμή που ακόμη δεν έχουμε προλάβει να αφομοιώσουμε πχ τους μετανάστες. Αλλά αυτό μας πάει αλλού.
Η αφαίρεση στην ποίηση εξ άλλου είναι ένα από τα κύρια εργαλεία του ποιητή. βλ. Καβάφης.
Μιλώντας τώρα απο τη θεωρητική μεριά, το ποίημα κατατάσσεται στους λεγόμενους “ροπαλικούς στίχους” (προφανώς λόγω σχήματος ροπάλου) άλλοι τους ετυμολογούν ώς “ευρυφαλλικούς” (εδώ νομίζω είστε αρκετά πονηροί για να βρείτε τη ρίζα) και εννοείται υπάρχουν απο την αρχαιότητα. Εδώ ο χώρος λειψός για να αναφέρω παραδείγματα.
Συγκρίνοντας τώρα με το Μήτρα, η “Θαλασσογραφία” μάλλον λειτουργεί αντίθετα: δεν αφαιρεί, προσθέτει. Κύριο εργαλείο εδώ είναι η επανάληψη. Οι λέξεις επαναλαμβάνονται για να δείξουν οπτικά το μέγεθος ή η όψη της θάλασσας και σε ηχητικό επίπεδο να μεταδωθεί η αίσθηση του κύματος που έρχεται και επανέρχεται.
Η τελική πρόταση όμως, που σπάει την επανάληψη, δείχνει πως “η θάλασσα είναι πάντα μακριά” που προφανώς είναι και το κεντρικό μήνυμα του ποιητή.
Προσωπικά μου θυμίζει την “Θαλασσογραφία” του Σαββόπουλου (για να κάνω κι εγώ μια συσχέτιση με τη μουσική). Εξ άλλου ο Σαββόπουλος λέει:
Να μας πάρεις μακριά
να μας πας στα πέρα μέρη
φύσα θάλασσα πλατιά
φύσα αγέρι φύσα αγέρι
βλ. και: http://www.youtube.com/watch?v=W74DSSTaIuU
Λίγα σύντομα, γιατί σας έχω ζαλίσει:
@Καλλέργης: για άλλους η γνώση είναι αφετηρία για δημιουργία, για άλλους για παραιτέρω γνώση. Δεν ξέρω, ίσως είμαι ακόμη μικρή 🙂 για να πώ πως έχω ενσωματώσει και κι έχω απορροφήσει την γνώση… προς το παρόν η δημιουργικότητά μου περιορίζεται στο να καταλάβω το είδος αυτό που λέμε “οπτική ποίηση” μέσα απο την ιστορία της και μέσα από τα παραδείγματά της. Δεν το θεωρείτε αναγκαίο αυτό;
είναι απλό απλό είναι είναι απλό απλό είναι είναι απλό απλό είναι είναι δύσκολο δύσκολο είναι είναι δύσκολο δύσκολο είναι είναι δύσκολο δύσκολο είναι
:να πας σ’ ένα βιβλιοπωλείο:
1. Μιχαήλ Μήτρας, Διακριτικές Μεταβολές, Ποιήματα και εικόνες 1982-2002, Απόπειρα 2004.
2. Μιχαήλ Μήτρας, Μηχανή Αναζήτησης [Πεζο-γραφήματα], Νεφέλη 2008.
Γεια και χαρά σε όλους.Επιστρέφοντας από Κρήτη κι από μια ψευδαίσθηση ελευθερίας που είχα εκεί είπα να μπω λίγο στο ποιείν να διαβάσω τίποτα ενδιαφέρον και τι πιο ενδιαφέρον θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς από μια ανάρτηση με 131 σχόλια…τι διάολο;τοσο έξω έπεσα;Μερικά αδιάφορα σχόλια πάνω σε μια αδιάφορη ανάρτηση (κατά τη γνώμη μου πάντα) κάποιες εξάρσεις μορφωμαινόμενων (συγγνώμη για την ανύπαρκτη λέξη Ω ύψιστε “Σχολιαστή” μη με τιμωρήσεις)…και ξαφνικά διαβάζω το σχόλιο-επισήμανση του ποιείν δια χειρός Ειρήνης στο 107 για το τι επτρέπεται και τι όχι και ποια σχόλια σβήνονται και μου ρθε στο μυαλό το εξής που διαδραματίστηκε στη Κρήτη:Εκεί που έμενα λοιπόν δίπλα υπήρχε μια κατασκήνωση που την είχε για λίγες μέρες “κλείσει” η νεολαία του συνασπισμού.Έβλεπα και συζητούσα με νέους που υπερασπίζονταν τις ιδέες της αριστεράς με τόσο πάθος που αν έπαιρνε μορφή εκείνη την ώρα μπροστά μου θα ήταν μια πανέμορφη παρθένα…Την εικόνα την συμπλήρωναν τα συνθήματα στα πανό στη παραλία που μιλούσαν για “οικολογία” για “αντίσταση” σε ότι μας σερβίρουν κ.λ.π.Από την επομενη μέρα όμως παρατηρησα (όχι μόνο εγώ και όλοι οι άλλοι εκτός νεολαίας συνασπισμού) την παραλία γεμάτη κουτακια μπύρας πλαστικά ποτηράκια αποτσίγαρα κ.λ.π. και ότι κάθε νύχτα η μουσική ήταν στη διαπασών με αποτέλεσμα από το δίπλα ξενοδοχείο να αδειάσουν 3 δωμάτια από κάποιους που ατυχώς επιζητούσαν την ησυχία τους για τις λίγες μέρες διακοπών που είχαν.Οι παρατηρήσεις βέβαια όλες αυτές τις μέρες δεν έπιασαν τόπο…η όμορφη παρθένα ξαφνικά έφυγε από τη φαντασία μου και την θέση της ξαναπήρε η γριά πόρνη που υπήρχε και πριν.Στις κουβέντες που έκανα ύστερα απ αυτό με συνασπιστές ήταν άκαρπες σαν όλα αυτά να τα φαντάστηκα και δυστυχώς ήταν πολλοί και ήμουν ένας…δεν έβρισκα με τίποτα το δίκιο μου κάθε λόγος μου ήταν προσβολή γι αυτούς…όμως το σίγουρο είναι ότι τα λόγια τους απ τις πράξεις τους ήταν η μέρα με τη νύχτα και ότι με αυτή τη λογική δεν θα διορθωθούν ποτέ.Ειρήνη με κάθε σεβασμό και εκτίμηση (αληθινή που πηγάζει από όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα από εσένα στο ποιείν) εύχομαι κάποια στιγμή να ταυτιστούν αυτά που γράφεις ως αρχές του ποιείν με την πραγματικότητα.
AYTA EINAI TA KOΡΑΚΙΑ
Αυτά είναι τα κοράκια της ψυχής μου,
που ξεχύνονται πάνω από έρημους αγρούς
και κρώζουν, κρώζουν.
Τα έχω πια ελευθερώσει
και τα έχω στείλει στον ουρανό να ανεμίζουν,
να μάθουν τ’ ανέμου την αργή μαγεία,
και το κρώξιμο στους πιο μακρινούς
φράχτες του κόσμου.
Ουίλλιαμ Έβερσον
“Μετά από τόσες εξορίες και σφαγές
ο κρεμασμένος
σάλταρε απ’ το σκοινί του γι’ άλλη παγανιά
(τουλάχιστον το φάντασμά του να χαρεί)”
και
“είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων”
Γιάννης Δάλλας
Νομίζω πως πρέπει να επαναλάβω: το σχόλιο-επισήμανση του ποιείν στο 107 δεν είναι δια χειρός δικής μου! Είναι αναρτημένο συμπτωματικά εντός δικού μου πλαισίου σχολιασμού, αλλά ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΕΙΝ και όχι από μένα. Ο τίτλος είναι – έχω την αίσθηση – σαφής και υπαινικτικός ενός φουκωικού λόγου. Κύριε Παστάκα, με εμπλέξατε σε μία εξουσιαστική δομή ανάλογη με το Πανοπτικόν του Jeremy Bentham. Διαμαρτύρομαι! :))
Ας μιλήσω κ’ εγώ…:
“Φαντάζομαι ο πατέρας σας έτσι θα σας έκοβε τα θεωρητικά πετάγματα και θα σας έστελνε να πάρετε φασολάκια στη Μεγάλη Μητέρα σας…:)”
Όπως το είπατε κ. Mίχο. Φαντάζεστε.
Αλλά να το δούμε και αλλιώς… Ο δικός σας πατέρας τί έκανε δηλαδή στα δικά σας θεωρητικά πετάγματα; Αδιαφορούσε ή κράταγε σημειώσεις; 🙂
Η “οργή” μου ήταν για το γεγονός ότι θελήσατε να ερμηνεύσετε μάλλον λακανολιποβατσικά τη συζήτηση (σχ. 114) ως να είσασταν υπεράνω των ταπεινοτήτων μας.
Χαίρετε.
“Σ’ εκείνο τον κόσμο εγώ ήξερα ότι με σκότωνε το καλό, αλλά πίστευα ότι με σκότωνε το κακό.”
Α. Πόρτσια, Φωνές (471) (μτφ. Β. Λαλιώτη).