Σήμερα συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατο τού Μάνου Χατζιδάκι

 

Κάθε τρελό παιδί

Κείνο το πρωί του είπα καλημέρα
κείνο το πρωί του είπα καλημέρα.

Κάθε τρελό παιδί
έχει στο χέρι
φιλί της Παναγιάς
κι ένα μαχαίρι.

Κι η μάνα του δεν τραγουδά
κι η μάνα του δεν τραγουδά.

Κάθε που σφάζονται
δυο περιστέρια
η νύχτα καίγεται
στα δυο του χέρια.

Και το κορίτσι δε μιλά
και το κορίτσι δε μιλά.

 

`

 

*
Τα παιδιά κάτου στον κάμπο

Τα παιδιά κάτου στον κάμπο
στήσαν όλα το χορό
και λυγάνε τα ποτάμια
και καρφώνουν τον αητό
Έλα κόρη μ’ έλα και τ’ αυγερινού
κοίτα στήσανε καρτέρι
χίλι’ αστέρια του ουρανού.

Τα παιδιά κάτου στον κάμπο
φωσφοράν τις λαγκαδιές
κυνηγάνε τα τσακάλια
καβαλάν τις αστραπές
Έλα κόρη μ’ έλα κι άναψε φωτιά
κοίτα τόσα παλληκάρια
τραγουδάν τη μπαρμπαριά.

*
Η Μαριάνθη των Ανέμων

Μέσα από άγνωστο χωριό κοντά στον Παρνασσό
ξεκίνησα για να δοκιμαστώ
κι αυτούς που με παιδέψανε σαν άγιο και Χριστό
τους έκοψα τον ένα τους μαστό
περπάτησα και πάτησα σε ζωντες και νεκρούς
ξεπέρασα τους δίσεκτους καιρούς
κι απόκτησα τον μύθο μου με στοχασμούς πικρούς
σε υπόγειους δρόμους άδειους και υγρούς

Με λεν Μαριάνθη κι είμ’από τρελή γενιά
μισώ του κόσμου τη βία κι απονιά
χιλιάδες μάτια με κοιτούν από μακριά
και μου μετράνε της ζωής μου τα κεριά

Μια χήρα από την Έφεσο δεν ήμουνα ποτές
δεν είχα στρατιώτες για εραστές
τα ζάρια μου τα έπαιξα στις φτωχογειτονιές
και κέντησα τον πόνο με πενιές
δεν μπόρεσα να γίνω ούτε γυναίκα ούτε ευτυχής
δεν δούλεψα σε οίκους ανοχής
και μες την αναδίπλωση της νέας εποχής
απόμεινα μια ανάμνηση ατυχής

Με λεν Μαριάνθη κι είμαι από τρελή γενιά
μισώ του κόσμου τη βία κι απονιά
χιλιάδες μάτια με κοιτούν από μακριά
και μου μετράνε της ζωής μου τα κεριά

*
Μαγική πόλη

Μια πόλη μαγική
ζούμε μαζί οι δυο αγαπημένοι
μια πόλη σαν κι αυτή
πεθαίνει, ζει
κι αλλάζει μαγεμένη.

Σαν πέσει η σκοτεινιά
η αναπνοή μου
θα σμίξει με τ’ αγέρι
τότες η πόλη θα φανεί
μονάχη ερημική
σαν τ’ ακριβό μου αστέρι.

 

 

*
Ο ταχυδρόμος πέθανε

Ο ταχυδρόμος πέθανε…
…ήταν παιδί στα δεκαεφτά
που τώρα έχει πετάξει

Ποιος θα σου φέρει αγάπη μου
το γράμμα που `χα τάξει;

Και σαν πουλί που πέταξε
η πικραμένη του ζωή,
πέταξε πάει και του `φυγε
η δροσερή πνοή

Ποιος θα σου δώσει αγάπη μου
το τελευταίο φιλί μου;

Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαεφτά του χρόνια
κι ήταν αυτός η αγάπη μου,
η κουρασμένη του σκιά τώρα πετά στα κλώνια,
φέρνει δροσιά στ’ αηδόνια

Ποιος θα σου δείξει αγάπη μου
πού `ναι του ονείρου ο δρόμος
αφού πεθάναμε μαζί εγώ κι ο ταχυδρόμος;

*

Φέρτε μου ένα μαντολίνο

Φέρτε μ’ ένα μαντολίνο
για να δείτε πως πονώ
κι ύστερα θα γίνω κρίνο
κι ύστερα πια θα χαθώ
Τι με νοιάζει κι αν χαθώ
αφού θα `χω γίνει κρίνο
φέρτε μ’ ένα μαντολίνο

Το παιδί που μ’ αγαπάει
όλο θέλει να ρωτά
τι σημαίνει Κυριακή
Σκέφτομαι γιατί ρωτάει
και φοβάμαι ότι ξεχνά
πως τον είδα Κυριακή

Φέρτε μ’ ένα μαντολίνο
για να δείτε πως πονώ
κι ύστερα θα γίνω κρίνο
κι ύστερα πια θα χαθώ
Τι με νοιάζει κι αν χαθώ
αφού θα `χω γίνει κρίνο
φέρτε μ’ ένα μαντολίνο

Το παιδί που μ’ αγαπάει
όλο θέλει να ρωτά
που πηγαίνουν τα πουλιά
Μα το δάκρυ μου κυλάει
και καθώς αυτός κοιτά
τον σκεπάζω με φιλιά

*

Χορός με τη σκιά μου

Το βράδυ σπίτι μου γυρίζω
κυνηγημένη σαν πουλί,
μες στα σεντόνια μου αντικρίζω
το θάνατο που με καλεί.

Κρύβω στα χέρια την καρδιά
παίρνω απ’ τις πόρτες τα κλειδιά,
και προσπαθώ να του ξεφύγω
κρυφά σαν τα μικρά παιδιά.

Κυλώ σαν δάκρυ στη σιωπή,
μέσα στου κόσμου τη ντροπή,
και σαν τα ρούχα μου ξεσκίζω
γυμνή μ’ αρπάζει η αστραπή.

Στους δρόμους σύντροφο γυρεύω
μια μπάντα παίζει το ρυθμό,
σκίζω τους τοίχους και χορεύω
να βρω τον άγνωστο αριθμό.

Κοιτάω μ’ ελπίδα μια φωτιά
που ανάβει έν’ άστρο στο νοτιά,
άραγε να ’ναι ’κει το φως μου,
το φως ή η ατέλειωτη ερημιά.

Φοβάμαι του όχλου τη χολή
ένας τυφώνας με καλεί,
η αγάπη χάνεται στη μνήμη
κι εγώ χορεύω σαν τρελή.

 

*

Το τραγούδι της Μπλανς Επιφανί

Μ’ αρέσει να με κυνηγούν,
μ’ αρέσει να μ’ αρπάζουν.
Μ’ αρέσει να με τυραννούν,
όχι και να με σφάζουν.

Δεν ξέρω πού γεννήθηκα
ούτε πού θα πεθάνω,
κάθε εβδομάδα ξαναζώ
τα λάθη μου και χάνω.

Μιλώ την καθαρεύουσα
που φανερώνει ήθος,
φοβάμαι την πρωτεύουσα
και το αγριεμένο πλήθος.

Είμαι ένα σκίτσο ολόγυμνο
προκλητικό κι αθώο,
χωρίς να θέλω γίνομαι
σαν ξαναμμένο ζωο.

Κι είναι ο κακός που γίνεται
αφέντης και καλός μου
και ο προστάτης γίνεται
σκληρός και δάσκαλός μου.

Μ’ αρπάζουν, με σκίζουν,
στη λάσπη με πετάνε,
ώσπου την ύστατη στιγμή
με σώζουν με φιλάνε.

Δεν ξέρω πώς γεννήθηκα
ούτε πώς θα πεθάνω,
ξέρω μονάχα πως παντού
και πάντα θα το κάνω.

*

Ένα ρολόι στο καπηλειό

Συ που θα πας …
Σςς μη μιλάς,
Συ που θα πας σε ξένη γη.
Σαν έρθει η αυγή.
Να θυμηθείς.
Τι προσπαθείς;
Να σταματήσω τη στιγμή.
Μας προσπερνά, δεν ωφελεί.
Αν φύγεις, φεύγει.

Δεν μπορώ.
Ο χρόνος φεύγει
Όχι εγώ …

Ανέβα πάνω στο λεπτό,
στον λεπτοδείχτη.
Κράτα γερά.

Οι δείχτες σπρώχνουν το λεπτό,
είναι από σίδερο γερό
δεν τους βαστώ …
Συ κράτα τούτη τη στιγμή.
Του ρολογιού τον χτύπο.
Και φκιάξε επίμονο ρυθμό
που να ’χει μέσα τον καιρό …

Και τον χαμό …
Χρέος πικρό …
Πού είσαι, πες μου;
Εδώ μακριά σου …
Έφυγε κι όλας η στιγμή
οριστικά.

Και γίναν όλα διαφορετικά.
Και η σιωπή …
Που ακολουθά …
Μας παρασέρνει, μας μεθά …
Και μας βυθίζει στην αρχή …
Του χρόνου πριν να γεννηθεί .
Μνήμη πιστή
Πάει να σβηστεί …

*

Ο ηθοποιός

Ηθοποιος σημαίνει φως.
Είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ μικρός.

Μίλησε, κλαις;
Όχι δε λες.
Μήπως πεινάς;
Και τι να φας!
Όλο γυρνάς, πες μου πού πας;

Σ’ αναζητώ στο χώρο αυτό,
γιατί είμ’ εγώ πολύ μικρός
και θλιβερός ηθοποιός.
Θα παίξεις μια, θα παίξω δυο.
Θα κλάψεις μια, θα κλάψω δυο.

Σαν καλαμιά θα σ’ αρνηθώ,
θα σκεπαστώ, θα τυλιχτώ
μ’ άσπρο πανί κι ένα πουλί,
άσπρο πουλί που θα καλεί τ’ άλλο πουλί,
το μαύρο πουλί.

Παρηγοριά στη λυγαριά, υπομονή!
Αχ πώς πονεί!
Κι ύστερα λες για δυο τρελές
που μ’ αγαπούν γιατί σιωπούν,
γιατί σιωπούν……

Έλα στο φως, παίζω θα δεις.
Είμαι σοφός μην απορείς,
έλα στο φως, παίζω θα δεις.

Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις
είναι καημός πολύ πικρός
και στεναγμός πολύ βαθύς.

Ηθοποιός, είτε μωρός, είτε σοφός
είμαι κι εγώ, καθώς κι εσύ είσαι παιδί,
που καρτερεί κάτι να δει.
Πιες το κρασί, στάλα χρυσή
απ’ την ψυχή, ως την ψυχή.