[Ο δρόμος για την άνοδο,σινική μελάνι και τεχνική gouache,

Ειρήνη Πέννα, το έργο ανήκει σε ιδιωτική συλλογή]

 

Στο ίδιο καντούνι

έκανε πάντα λάθος,

«κατά λάθος δυο κολασμένοι

στον παράδεισο», ο ψίθυρος

είχε μείνει στον ξεσαρκωμένοτοίχο

με την εγχάρακτη διακόσμηση,

εκεί κάθε φορά

η ίδια λάθος στροφή

η ίδια Ελένη

στην άγνοια των ορίων ακόμη

με τη ρευστή μορφή των φαντασμάτων

σημαδεμένη, ναι,

μα ελεύθερη.

Κάτω από τα ψηλά παράθυρα

έβαζε την πλάτη στην ξεθωριασμένη όμπρα

«ο καιρός δεν μας χρειάζεται όλους»

δεν απέφευγε τη σκέψη

τα χείλη ασάλευτα,

όσο με το βλέμμα έκοβε τον αέρα

καθώς έφτανε φορτωμένος αλμύρα,

φυσώντας στις αναμνήσεις της

ένα νυφικό

απλωμένο στο σκοινί της μπουγάδας

κι ήταν αλήθεια

χόρευε με τους ίδιους λεκέδες

εφιαλτικά άδειο.

Μετά οι ήχοι, γνώριμοι,

όπως πάντα, όπως παλιά,

την καλούσαν,

στο καρότσι του παλαιοπώλη.

Γκραβούρες, καρτ ποστάλ, χάντρες,

κέρματα, κηροπήγια,

ξεκούρδιστα ρολόγια,

πώς να μετρηθεί όμως ο χρόνος, δεν ήξερε.

Βιβλία, φυλλομετρώντας τα

ένιωθε τις μυρωδιές στο παλιό χαρτί

ξύλο, βρεγμένο χώμα, βανίλια,

μετά άγγιζε φευγαλέα χάρτες

μα χωρίς να τους ξεδιπλώνει

δεν ήθελε να επιτρέπει

επιστροφές, καμία,

κυρίως αυτή του μήνα του μέλιτος.

Δοκίμαζε γυαλιά ηλίου

και κάτι στρογγυλάπρεσβυωπίας

κοιταζόταν στο καθρεφτάκι,

έκανε αστείες γκριμάτσες, γελούσε,

γελούσε και ο γέρο παλαιοπώλης,

μα όταν οι κιτρινισμένες δαντέλες

μπλεκόταν στα δάχτυλα, έκλαιγε,

να ήταν που θυμόταν τη μάνα της

με τη μεταξοκλωστή και το βελονάκι;

δεν ήξερε,

ίσως να ήταν μόνο μια αφορμή

εκείνα τα παραθυράκια που σχημάτιζε

η σφιχτά πλεγμένη κλωστή

προορισμένα να μένουν ανοιχτά

νύχτα μέρα όλες τις εποχές

και σε όλα τα όνειρα.

Φωτογραφίες, πυξίδες,

ασημένιες δαχτυλήθρες

όλα λάφυρα από άλλες ζωές

πάνω σε μια ραγισμένη σκακιέρα,

μόνο στην αφή

μπορούσες να το καταλάβεις.

Με το δείκτη του δεξιού χεριού

έτρεξετο περίγραμμα

στο κρύο αλάβαστρο

δίχως να γνωρίζει αν τό ’κανε

για να κρατά μια κάποια επαφή

με τις καλές στιγμές,

όπως τότε,

που την μάθαινε σκάκι στη σοφίτα

ή για να πέφτει το βλέμμα

στα σημαδεμένα της δάχτυλα

στη βάση της ράχης της παλάμης.

 

«Μια τρελή», κυρά μου, «μια τρελή

την είχε πετάξει στα σκουπίδια»,

έλεγε ο παλαιοπώλης

τέσσερα χρόνια μετά,

χωρίς να αναγνωρίσει στο πρόσωπο της

εκείνη την τρελή,

με τον ταραγμένο νου,

την Ελένη, που είχε πνιγεί στις υποσχέσεις

βραχυκυκλωμένη σε ένα γάμο,

και στη λάθος εικόνα του.

 

«Τα πιόνια, έχεις τα πιόνια;»

θυμόταν καλά,

πως την είχε ρωτήσει, τότε.

Τότε, τον κοίταζε σαστισμένη

τώρα, με μια κόκκινη ομπρέλα στο χέρι

κι ένα πλατύγυρο ζωγραφιστό καπέλο

χαμογελούσε,

μετρώντας επετειακά,

κέρδη όπως η ελευθερία

και ζημιές, όπως ο γάμος της

θητεία στην παράνοια.

 

«Ναι τα οκτώ, πιόνια

είχαν προχωρήσει όλο το διάστημα

μέχρι την όγδοη σειρά,

έτσι ακριβώς όπως όριζε η παρτίδα,

τώρα είχαν πάρει προαγωγή

οι ερωμένες του πρώην συντρόφου

είχαν γίνει βασίλισσες,

ω ναι, μην απορείς

στην πράξη,

το πιόνι τις περισσότερες φορές

σ’ αυτές τις περιπτώσεις

προάγεται σε βασίλισσα,

τα τσιράκια,άλλα πιόνια,

είχαν γίνει αξιωματικοί…

Ένιωθε πως ευτυχώς είχε γλιτώσει

από τον κόσμο του,

τι κι αν είχε προσπαθήσει

κατηγορώντας, τιμωρώντας,

μειώνοντάς την

να την χορεύει στο λάθος σκοπό

να την υποχρεώνει να ξοδεύει τη ζωή της

μόνο για χάρη του,

κι όταν δεν είχε πια τι άλλο να του δώσει,

έξω από την αλαβάστρινη σκακιέρα

σε μια νύχτα,

η άλλοτε δική του βασίλισσα,

αυτά, για μια Ελένη

για μια γυναίκα.

«Ζωή, σε μια σκακιέρα,

αν σήκωνες παντιέρα…»,

σε πολύ ψηλές νότες ο παλαιοπώλης

άλλαζε θέση τα μικροαντικείμενα.

«Ζωή, με πολλές δυνατότητες»,

εκείνη,

ενθάρρυνε τον εαυτό της

ακολουθώντας τα περιστέρια

στο Παλαιό Φρούριο

στην Κέρκυρα,

ερήμην του.