[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ]

 

 

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ

 

Προτού το μέλλον με προλάβει

με τη φριχτή του αρρώστια

στάθηκα μπροστά στον κίτρινο τζίτζικα

του όψιμου καλοκαιριού

την ώρα που χαμήλωνε το τραγούδι του

γιατί επιτέλους αγάπησε.

[….]

Άλλαζα πλευρά κι είδα ένα ποτάμι.

Απ’ την άλλη όχθη η σπίθα είχε σβήσει.

Δεν μπορούσα να της πω «Είμαι εδώ»,

για να μνημονεύω τη δροσιά του άθικτου νερού,

και σαν κύμα έφευγα προς τη διαφάνεια της μουριάς.

 

Ήταν γλυκιά μουσική στο άψυχο μαλακό μου στήθος…

 

Τότε ένιωσα την ηδονή των εμπόρων και τα βαθιά τους πλοία,

μα δεν ζητάω πια το βάρος τους στο διάβα της Σελήνης.

Τούτο το κοχύλι, που το κοίταγα ζηλόφθονα,

βάσανα δεν έχει, μήτε τόπο να βρομίζει.

 

Κλείνω το φως και το χαμένο χρυσό φύλλο.

Το φάντασμα με το σπασμένο πόδι κλαίει ανεπανόρθωτα

και είμαι άρρωστος, ξαφνικά, τόσο πλήρης.

 

 

Η ΦΙΛΝΤΙΣΕΝΙΑ ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ απλώνεται στο ξύλινο τραπέζι της εργασίας μου και φωτίζει τα διάφορα μικροαντικείμενα πάνω σ’ αυτό — διακριτή νότα ζωής μέσα στον ζόφο της απέραντης τυφλότητας. Έπειτα, η ίδια δύναμη που τα φανερώνει, με ένα απότομο και βίαιο τράβηγμα του λεπτού υφάσματος (ή μήπως είναι λινάτσα;) πετάει τα μοναδικά υπάρχοντα στη χωματερή του όντος, εκεί κάτω (κάτω!) όπου το μάτι δεν φτάνειν α ιδεί. Για ορισμένα δεύτερα του χρόνου το βλέμμα συλλαμβάνει την οριζόντια γραμμή, την επίπεδη πεδιάδα της Κατοικίας. Είναι μοναδικά! Είναι αυτά κι όχι άλλα, είναι τα δικά μας: ολόκληρο τ’ όνομα, ακομμάτιαστο μέσα στα αντικείμενα, το τασάκι, το λεμόνι, το ανθογυάλι, το φλυτζάνι του καφέ, πράγματα δεμένα μεταξύ τους, σάμπως προορισμένα το ένα για το άλλο. Ποια μοίρα τα κυκλώνει; Κανένας δρόμος δεν οδηγεί προς τα κάπου κι όλοι ανεξαιρέτως διολισθαίνουν. Μέσα απ’ τα ρολόγια περνάει ακτινωτά το σκοτάδι… Οι πτυχώσεις του υφάσματος… Η Νύχτα όπου θα πέσω.

 

ΘYMAMAI ΤΑ ΒΥΖΙΑ ΣΟΥ

Δύο κέλτικα κόρνα όπου οι θεοί διαφέντευαν

τα άκαμπτα τα ρούχα και τις κλειστές κινήσεις.

Πιο μετά, οι παιάνες.

Πρώτοι μεταξύ πρώτων, με πυρσούς στα χέρια, οι γενάρχες.

Στα φρύγανα, της σαύρας ήχοι.

Στη θάλασσα, μάχες από σεντέφι.

Ενδοξότητα που πλησίασε τον ήλιο

και κάηκε πάνω στου πετεινού το κόκκινο λειρί

πολύ προτού της γης η ωδίνη

στο θέατρο σαλπίσει την Αδειοσύνη.

 

Ω, η λευκότητα των ώμων με τη χαμένη εξήγηση

και το ρεύμα το πύρινο του ζώου.

Ω, οι γκρεμισμένοι ύπνοι στα σταροχώραφα

κι ο θρακιάς που ξεφυσούσε την τροφή μας.

 

Η σύφιλη στην πόλη πιέζει το ακτινωτό κέντρο του ήλιου.

Άδεια η αγορά.

Στη σκιά του ευκάλυπτου,

η δεκαοχτούρα σφυρίζει οικτρά.

Κι εγώ κλαίω με τον χωρισμένο

που ζητάει ανώφελα τη μίλτο της Σινώπης,

σαρίδια και γνωμικά στης μοίρας τα κιτάπια,

τον όγκο πιο μετά της λάβρας να τραγουδά

μεθώντας τον θάνατο ανάμεσα στα πεύκα.

 

ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ

για το ταξίδι των μάγων και τη λαμπηδόνα.

 

 

ΧΑΡΑ!

 

Το βράδυ σκότωσε τη χλωροφύλλη.

Το πρωί έφερε βροχή και ομίχλη.

Τώρα, τ’ ασύγκριτα βήματά τους,

περνάνε μαζί με τα δικά μου,

και νιώθω τη σβησμένη ευθυμία μιας στροφής

που θέλησε να ζήσει κι αυτή το συναίσθημα του ήλιου.

 

Ακούς;

Τα παιδιά μας είναι βαρκούλες σε ταραγμένη θάλασσα.

Μα η βροχή. Δεν είναι αυτό η βροχή.

Η βροχή το μυθικό το τέρας.

Η βροχή που παγιδεύει την ώρα του κεραυνού

μετά το πυρωμένο φρύδι της ημέρας.

Δεν είναι αυτός ο νερόλακκος

στην κατεβασιά του δρόμου.

Και ο Σταύρος να τραγουδά:

Μια φορά ήμουνα πουλί

και μ’ αγαπούσανε πολλοί…

 

Όχι άλλο.

 

Στην προσταγή μου ο Θεριστής αναστενάζει.

Κοιμάται, κοιμάται ο αδελφός, κοιμάται.

Κι αν ποτέ ξυπνήσει,

τον εαυτό του και πάλι θ’ αντικρίσει.

 

 

 

Χ

 

ΟΥΝΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΕΣ

 

Πώς το σάστισμα θα πλεύριζε την αγνεία

και τα σκαλιστά των πτυχώσεων τα χρυσώματα

με την ουλτραμαρίνα παίζοντας

το μέλος για να λαμπρύνει των υψίστων;

 

Σε εσάς αχιβάδες κόκκινες, θρονιά για να καθίσω,

ή εδώ στον τάφο του ήλιου των κυκλώνων,

επικαλούμαι τ’ αδιέξοδό μου:

 

Του νέου Έρωτος φτέρωμα δεν μπορεί να δώσει

κάποιο περίγραμμα φαιό και γερασμένο

καθώς θάλασσα σκοτεινή και θρασεμένη θάλασσα

τον αυθόρμητο ρυθμό μας καταπνίγει.

 

Επικαλούμαι τ’ αδιέξοδό μου,

αλλά πίσω από τζαμωτό πρέπει το έργο αυτό να φυλακίσω

όσο είναι κενή η οπτασία που κοκορεύεται

τα χρόνια του Σιμόργη

κι έχει στο κεφάλι της άγνωρους νοτιάδες,

ώστε να συγχέω το θρόισμα των κέδρων

με τον αχό της φουσκονεριάς,

φέρνοντας βροχή και λύπες κίτρινες,

αδάμαστες μελαγχολίες, συμπαντικές.

 

Ίσως κάποια διάβαση να στέργει ακόμα

στην πλαγιά πιο κάτω ίσως,

όπου φυσάει λευκού καμπύλη λύσσα

και ξεριζώνει ο θάνατος το έρμο μπουγαρίνι της νιότης των λαών.

Ανάμνηση που τρέχει να κρυφτεί

στο δάσος των αηδονιών του χρόνου.

 

Δεν ξέρω…

 

Το τρίτο χέρι, ο θάνατος, πετιέται μέσα απ’ το πανωφόρι,

μα το λαμπρό το γέρας στον Πίνδαρο εδόθη·

και το μέτρο αποτρέπει.

 

 

ΣΑΝ ΤΗΣ ΓΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΤΟ ΧΙΟΝΙ

 

Όχι!… Λίγο πιο κάτω δεν γνωρίζω

αν είσαι το φάντασμα της θλίψης το μεγάλο,

μια επιτηδευμένη τεχνητή αναπνοή για τον απελπισμένο.

 

Λίγο πιο κάτω ένα σύντομο πράσινο ανάστημα ήταν

και δείχνοντας κάτι ψωραλέα πεύκα,

έλατα ψιθύρισε με την αύρα της σηκωμένη,

λουλούδι που διψούσε,

καθώς ανάσκελη επινοούσε κάποιο χάδι

ελπίζοντας μαρμαρωμένους ύπερους ν’ αναστήσει,

το άδειο ποτάμι, που έπνιξε τα παιδιά του ποταμού.

 

Έτσι πιο σίγουρος, απ’ το πρωί καπνίζω τη σιωπή της,

σχήμα θανάτου και προσφερόμενης ζωής

μπροστά στο αργυρό αντιμάμαλο των ξοδεμένων ωρών,

ενώ σκέφτομαι τον ασβέστη στα χέρια του εργάτη

ή την τρύπα μέσα μας που μεγαλώνει

αν δεν την κλείσουμε εγκαίρως, κι ακόμα

τα φύλλα του κουκουναριού που ’ναι ρόμβοι,

πρύμνες, μάτια και σανίδες οικοδομής

καρφωμένες κατακόρυφα

με κάθε περίγραμμα πάντοτε ανοικτό να μένει

για να ξετυλίγεται ο κύλινδρος της σοφίας και των μυστικών.

 

Από την ισορροπία σου θε μου, δεν ξεπέφτεις!

 

Κι αν υπήρξαν φορές που γύρισα

πολύ πίσω απ’ τα αίτια της Εφέσσου

(ήταν του νου μου τότε το μαύρο χάσμα κάτω),

υπήρξαν κι άλλες πολλές που είδα καθάρια

τη φλόγα πάνω στου ζώου την κατάχλομη θανή.

 

Ο αυτόνομος ήχος της ζωής, και πάλι αυτός, έλεγα,

ώστε ίσαμε τώρα, βάθη κι άλλα βάθη κυνηγάω

κάτω απ’ το μαύρο κρύσταλλο του παραδείσου

που μας σαρκάζει.

 

Εγώ είμαι, ο τελευταίος των Σαλών, και σου μιλώ

με της ψυχής τα πόδια που ζήτησαν να χορέψουν.

 

Σε κίτρινο βαθύ, όπου ασπαίρει του καδμίου

το χρυσαφένιο θέρος, ο Σέλεμνος ολολύζει:

 

Πάει πέρασε η ζωή μου κι ακόμη να ξεχάσω.

Λίγο πιο κάτω, λίγο πιο κάτω…

 

Λίγο πιο κάτω τα κλήματα θ’ ανθίσουν

στης Πολωνίας τα σύρματα τα φρικιασμένα.

Οι αναθεματισμένες στέγες. Οι κρεμασμένοι.

Αυτή είναι η λήθη που τελικά κερδίζει.

 

Λίγο πιο κάτω, λίγο πιο κάτω,

με το στόμα της λύπης που μυρίζει ψοφίμι,

της αυγής θέλουμε την ακρίβεια να ομοιωθούμε.

Κι όπου διαθλάται το φως από σύννεφο σκοτεινό,

τ’ αδιόρατα λαχταρώντας και τα μικρά πιο έξω,

το σ’αγαπώ να πούμε στις φαρδιές αμμούδες.

 

[…]

 

ΕΙΜΑΙ Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ ΠΟΥ ΑΓΝΟΩ. Βέβαια, πριναπ’ τη μεγάλη αρχή, στη διαχρονική νίκη πίστεψα κι εγώ, όπουο ορίζοντας τελειώνει και θα ξεκινούσε, νιώθαμε, της πόλης η μεγάλη δημοσιά. Οδήγησα έτσι το βλέμμα μου στο σημείο τύφλωσής του, μα επειδή γνώριζα πως η περιουσία που θα αποκτούσαθα ήταν ενός φτωχού, γεννήθηκα πρώτα μέσα στην Ιστορία.

Kαι η Νύχτα ίσως αφομοιωθεί κάποτε από τον εαυτό της,αλλά ο ήχος των βημάτων της σε μία αναδρομή προτρέπει: Ο επίμονος θάνατος: Η ολοκλήρωση: Ο αυτοεκμηδενισμός του διφορούμενου. Ή, πράγμα που είναι το ίδιο, η υπόσχεση της συνέχισής του. Δηλαδή, ο τρομερός ο ζόφος, και οι ηλεκτρικές συνάψεις με τις πορτοκαλί ανταύγειες στο κενό των δοντιών της άνω γνάθου της αγαπημένης.

Άλλωστε ο θάνατος δεν θα αναγνώριζε ποτέ τον εαυτό του. Το λευκό αστέρι θα περισωνόταν πάση θυσία, ώστε, αν για να κατανοήσω πρέπει να κατανοήσω προς τα πίσω, φτάνοντας στο σημείο πυράκτωσης του μαύρου, που πυρακτώθηκε για να γεννηθεί ο ήλιος, θα πρέπει επίσης τη μοναξιά μου να σιγοτραγουδήσω

 

Για όλα τούτα σας ζητώ να γίνω καλά μέσα σε αυτό που ήδη είμαι. Κυρίως γιατί επί πολύ καιρό μετά τον θάνατο της αδελφήςτης Μαρίας, εμφάνιζα μπροστά μου έναν λαό δίχως δέρμα. Ήθελα μόνο να τον θαυμάζω. Και δείχνοντας πέρα από τη μνήμη καιτην αγάπη τους μακρινούς πλανήτες, ησύχαζα μέσα στη σκέψηαυτή του τέλους, σαν ένα ταξίδι που αναβλήθηκε ησύχαζα. Μαπιο πριν ήταν κύματα θάλασσας θερινής, όταν τα χαμηλωμένα αστέρια έβλεπαν πως περνούσα για να γεννηθώ. Γιατί έπρεπενα γίνω καλά. Γιατί ήξερα πως η ζωή συνελήφθη πάνω σε μιαπροαιώνια στιγμή επηρμένης υπεράσπισης, διαφορετικά, θαήταν όλα θάνατος φριχτός, ούτε καν, θα ήταν η ανυπαρξία. Τολέω αυτό με απόλυτη σιγουριά ήδη από την ημέρα της γέννησήςμου που οφείλεται στη δεξιότητα της Μαρίας να ξεχωρίζει τους φωτεινότερους τόνους του λευκού. Και από τη μία, αγαπάω τηΜαρία γιατί με εξασφάλισε. Όμως, ούτε το μάτι της θα ενεργούσε σύμφωνα με τη φύση του ούτε κι εγώ θα φανερωνόμουν στονΚόσμο, αν ένας πελώριος ωκεανός ομοιόμορφης ύλης σκέπαζε ταπάντα: Ο Κόσμος είναι κατάστικτος από μυριάδες ΠΡΟΑΙΩΝΙΕΣ ΕΠΗΡΜΕΝΕΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ κι επιζεί χωρίς διάκενα. Είναι ένα μέρος όπου οκαθένας βρίσκει ανέκαθεν τη γωνιά του.

 

Έγραφε Τετάρτη 22 Νοεμβρίου και η αδελφή της Μαρίας είχε πεθάνει στις 9.00 το πρωί. Ήταν η θεία μου και τα μάτια της ήταν καστανά όπως και της Μαρίας, μα εμένα μου φαίνοντα ντότε γαλανά γιατί ήταν πάντα γελαστά, και όταν με κοίταγαν, έβλεπα τα κύματα της ηλιόλουστης θάλασσας του ερχομού μου, κύματα που θύμιζαν παιδιά όταν παίζουν αμέριμνα και αδιάφορα για τις επινοήσεις των μεγάλων. Όπως τότε που κατέβαινα .Εκείνη την ώρα διαπίστωσα πως είναι ωραίο να θυμάσαι κάποιον από τα μάτια του σαν κύμα παρά σαν τοίχος ή δάσος πυκνό και απροσπέλαστο. Γιατί τα μάτια πρέπει ένα πράγμα να κοιτάζουν ειδικό, ποτέ το τίποτα, και με τη σειρά του το πράγμα αυτό, όποιο κι αν είναι, να μπορεί και να κινείται, να σαλεύει έστω για να θυμίζει κάτι ζωντανό. Μπορείς να πεις αυτός είναι πέτρα, οδεύτερος θάλασσα και ο τρίτος δάσος χωρίς να τρομάξεις με ταμάτια τους ανάμεσά σου; Θα γεννηθεί με βεβαιότητα η αποστροφή σου για αυτούς τους υποτιθέμενους συντρόφους και τότε θασχηματιστεί από το πουθενά κάποιος αξεδιάλυτος κόμπος που θα επιφέρει ένα σωρό κακά πράγματα. Γιατί πολλοί άνθρωποι είναι γενικοί, τόσο πολύ γενικοί και άπιαστοι, κι εγώ ήθελα να πιάνω τους ανθρώπους για να τους αγαπώ καλύτερα.

Τότε οδηγήθηκα στο δεύτερο και σημαντικότερο συμπέρασμα της ζωής μου. Ότι η απλόχερη δεκτικότητα της γης είναι η φάτνη του θεού και του διαβόλου. Κι επειδή ήμουν ήδη ένοχος, είπα τρεις φορές φεύγω (φεύγω, φεύγω, φεύγω), γιατί έπρεπε να γίνω καλά. Γιατί, όταν με τη σκέψη εστιασμένη στη δολοφονική ενοχή μου, δοκίμαζα να θέσω σε κίνηση τον μυστικό λαό μου, γελούσα άθελά μου εις βάρος του προτού τον ακινητοποιήσω και πάλι,για να βάλω σε κάθε ένα από τα πλάσματά μου το δέρμα που του αναλογούσε και το οποίο του είχα επιμελώς στερήσει, σβήνοντας επίτηδες τα μάτια του και σχηματίζοντας επιτόπου ένα τυφλό σκουλήκι, μια οδύνη, μια γελοία στον χώρο περιστροφή. Γιατί είχα καταλάβει ήδη ότι τα μάτια ευθύνονται για όλα, και για το καλό και για το κακό, κι εγώ ήθελα μόνο το καλό. Μα ήδη ένιωθα από τα πουλιά πως ο δρόμος δεν είχε κλείσει οριστικά, πως θα μπορούσα να τον διαβώ κουτσά στραβά, κι άλλωστε ήταν το μάτιτης που θυμόμουν πριν πολλούς, πως όχι, δεν ήταν τα πράγματα εντελώς έτσι, πως χωρίς να το ξέρω, είχα κιόλας αποφασίσει ναενωθώ με τα πλάσματά μου, πίσω από το δέρμα και την ερυθρή έκταση μέσα στα μάτια τους να ενωθώ, εκεί δηλαδή όπου το μάτι της Μαρίας είχε αδειάσει το νεράκι της ψυχής της, για να πληθαίνει ο χρόνος εν πίστει και να αναλύεται στο ταραγμένο σώματης Ιφιγένειας. Τότε τράβηξα δυο γραμμές με μολύβι, από τηνάκρη του μεγάλου δάχτυλου του δεξιού ποδιού μου ως την άκρη του αριστερού ματιού μου και από την άκρη του μεγάλου δάχτυλου του αριστερού ποδιού μου ως την άκρη του δεξιού ματιού μου. Ήταν η πρώτη φορά που σταυρώθηκα, γιατί από την επόμενη κιόλας ημέρα αποκάλεσα το Πνεύμα του πατέρα μου Πρόσθια Δύναμη κι άρχισα να κοιτάζω τους ανθρώπους μέσα στο πηγάδι των ματιών τους.

 

[…]

Εδώ που κάθισα να ονειρευτώ
της μέρας τα τελειώματα
πώς σβήνουν στο λιθάρι
και τσάγαλα στις φούχτες,
βουνά κι άλλα βουνά
για του Ανδρούτσου την καλύβη
την ώρα τη γλαυκή,
ποθώντας έναν θάνατο ηλιακό
σαν των αρχαίων κι εγώ,
τη Νύχτα βάλσαμο θα πω
για τη χαμένη μάχη,
ένα ρίγος στον ώμο μου ερωτικό.
Στη θάλασσα ύστερα ας πνιγώ
μαζεύοντας το δίχτυ.
Την απόφασή μου μνήμη να την πουν
στα πέλαγα του Ομήρου,
πουλί που μ’ ένα πέταγμα γοργό
τον τόνο βρήκε κι αντηχεί
σαν δρομάκι ασβεστωμένο
γέλια κατεργάρικα
που ετοιμόρροπα δεν ήσαν,
ν’ αφήναν λουλούδι του χαμού,
γραμμή να μην επάρουν,
αλλά με χέρια στιβαρά
στ’ Ανάπλι και στο Οίτυλο
το γλεντούσαν
όταν το κύμα έσπαγε
της πέτρας την ύλη τη σκληρή.