Σχέδιο Ἰσμήνης Μυλωνᾶ

 

 Ἦχε, δὲν εἶσαι θρόισμα, ποῦ βρίσκεις τόσα φύλλα;

 

 

Χοροστάσι

 

Ὅπως χορεύει ἡ Ἤπειρος καὶ σιγοπερπατάει

Γιάννη μου, τὸ μαντήλι σου σὲ μένα τὸ πετάει.

Καὶ μιὰ κοντούλα λεμονιὰ ζυγώνει στὴν αὐλή μου

μὴ μὲ μαραίνει ἡ ξενιτειὰ καὶ παίρνει τὸ φιλί μου.

 

 

 

Ἄρια

 

I

 

Aὐτοῦ ποὺ δὲν ἄκουσε τίποτα ποτὲ

 

Τίποτα καὶ ποτὲ μὴν ἀκουστεῖ

καὶ νὰ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος

θορυβοῦν ἡδονικὰ

τὰ σημάδια τῆς πόλης πάνω μου

καὶ ξεχνῶ

τὴν ψυχή μου στὸ σπίτι,

ὁλοένα τὴν ξεχνῶ κλειδωμένη

στὶς γιορτές.

Κάτι ἔχω

ποὺ δὲ βρίσκει ν’ ἀκουμπήσει ποῦ·

ἴσως κάποτε παλιά,

στὸ ξενύχτι μου

δίπλα σὲ ἑνὸς σπόρου τὴν ἀνάπτυξη…

Μὰ γυρίζω ἀλλοῦ

καὶ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος.

 

II

 

Tοῦ βιολοντσέλλου

 

Λεπτοφυές, βιολόσχημο

τὸ μέλος μου ἀνελίσσεται

μὲ ἀνθρώπινους ἁρμονικούς,

ὄχι σὰν τῶν ἄνθρώπων.

 

Φουσκωμένο πανὶ κάθε μέλος μου

ἀπηχεῖ

τὸ τέρμα.

 

 

ΙΙΙ

 

Τοῦ ἀκροατῆ δεξιοτέχνη

 

Κι ἐγὼ ποὺ ἀκούω,

μετὰ βίας συγκρατῶ τὶς ἐκκρεμότητες

ποὺ χάσκουν.

Ξέρω τὸ δρόμο ἀπὸ παλιὰ

κι ὅμως ἐλάχιστες φορὲς τὸν βρίσκω,

τότε ποὺ ὁ μίτος ξεπετάγεται

τρεμάμενος καὶ συνεχὴς

στιγμὴ στιγμὴ

σπειρὶ σπειρὶ στὸ χῶμα

καὶ τ’ ὄνομά μου ἀρθρώνεται

βλαστός,

ποὺ οἱ μέσα ἦχοι του καρπίζουν.

 

 

IV

 

Τοῦ μαΐστορα

 

Πῶς τοὺς ζηλεύω τοὺς μαστόρους χρυσικοὺς

μὲ τὸ μαλαματένιο σύρμα…

Ἡ μελωδία ἀνθίσταται

σὰν λέξη·

σὲ σέρνει ἐκεῖ ποὺ λούζεται

κι ἀπ’ τὸ νερὸ δὲν βγαίνει

καὶ ροῦχα ἀπαιτεῖ

τουλάχιστον ἰσάξια μὲ τὰ βαφτιστικά της.

Στὶς ἀγορὲς δὲν βρίσκονται.

Τὰ ὑφαίνεις

καὶ κάθε τόσο τὸ παράθυρο κοιτᾶς

νὰ τὰ προσομοιάζεις,

γιὰ νὰ μὴ χάνουν τὰ πουλιὰ

τὸ δρόμο.

Ἕνα φεγγάρι ὑφαίνεις

καὶ πονᾶς.

 

 

 

 

Ἡ καθ’ ἡμᾶς μουσικὴ

 

Ἁπλὴ

σὰν θάνατος κι ἀγάπη

χελιδονιοῦ φωλιά.

Στὸ σπίτι αὐτὸ ἀνασαίνουμε

ἐμεῖς

καὶ τὸ καντήλι.

 

 

 

Nύχτα

 

Μέσα μου φεύγει ἡ μουσικὴ

στὶς ἄκρες

ποδοπατιέται

ποιό χέρι θὰ βρεθεῖ

νὰ τὴ σηκώσει.

 

 

 

Ἐναρμόνισις

 

Μιὰ ἁπλὴ μελωδία

μ’ ἀνέτρεψε.

Ἡ κρομμυώδης μου ἐσθήτα

ἐκσφενδονίστηκε.

Γυμνητεύω

ὥσπου νὰ ’ρθεῖ μιὰν ἄνοιξη

νὰ βαπτισθῶ

Ἁπλουστάτη

κι ἕνα τριφύλλι τρίφυλλο

νὰ ἐναρμονίσω.

 

 

 

Ἀγαθόφρων

 

Εἶναι κι αὐτὴ ἡ μουσικὴ

ἀκανθώδης:

ᾨδὴ α΄ ὁ Εἱρμὸς

ὁ Συνειρμὸς

πὼς θὰ δαπανηθῶ

σὰν χρῆμα.

 

Μὰ ἂν μεταβί-

βασα τὸ μπαλ-

κονάκι μου στὰ χελι-

δόνια, τουλάχιστον

ν’ ἀναλωθῶ ἀξιώνω

σὰν πόσιμο νερό.

 

 

 

Ἰατρὸς

 

Ἴσως ὁ πλάγιος δεύτερος

ἐπουλώνει τὰ τραύματα

τὶς μεταμεσονύκτιες ὧρες.

Τότε ποὺ ἱκετεύουμε τὴν Κλωθὼ

κι ἡ Ἄτροπος ἰδιοποιεῖται τὸ ναό της.

 

 

Κουαρτέτο

 

Καμιὰ ἀμετροέπεια

δὲν θὰ μολύνει

τὴν παύση ὁλοκλήρου.

Ζῶ, πεινῶ, διψῶ και χρῶμαι

κατὰ τὴν τάξιν ρημάτων ἀρχαίων

προσμένοντας – τί ἄραγε; –

κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

 

 

 

Ἀνακύκληση

 

Τοῦτο τὸ γκρίζο τῶν Μετεώρων

δὲν διαφέρει

ἀπ’ τὸ λευκὸ τῆς Σαντορίνης.

Ὁ προϊστορικὸς ἁρπιστὴς

κανοναρχεῖ

στὶς ἀγρυπνίες τῶν γερόντων.

Τὸ χρῶμα ἀναβαπτίζεται

κάθε ποὺ ἡ ματαιότητα ἡττᾶται.

 

 

 

 

Μουσικὴ *

 

Μὲς στὶς ἀπρόσωπες ὧρες

ἀποζητῶ τὸ πρόσωπό σου.

Τόσα τεμάχια πῶς νὰ συνενώσω;

Δὲν ἔχω θέληση, μόνο πεθυμιά.

Φοβᾶμαι μὴ χαθῶ

στὰ δαιδαλώδη ἀνάκτορά σου.

Ἴσως Ἀριάδνη νά ’ναι ἡ γιαγιὰ

καὶ μίτος ἡ «Χαριτωμένη συντροφιά» της.

 

Μὲς στὶς ἀπρόσωπες ὧρες

ἀποζητῶ τὸ πρόσωπό σου.

Ἀπόκαμα καὶ σιωπῶ

σιωπῶ κι ἀφουγκράζομαι

κι ἀκούω τὴν καρδιὰ τῆς σιωπῆς

καὶ διακρίνω τὸ πρόσωπό της

νὰ συνδιαλέγεται μαζί σου,

ὅπως συνδιαλέγεται ἡ γιαγιὰ

μὲ τὴ «Χαριτωμένη συντροφιά» της.

 

 

 

 

 

Σχέδιο Ἰσμήνης Μυλωνᾶ

******************************************************************************************

Σημειώσεις

Στὴν ἀνθολογία αὐτή, τὰ δύο πρῶτα ποιήματα εἶναι ἀδημοσίευτα.

Ἡ «Ἄρια», «Ἡ καθ’ ἡμᾶς μουσικὴ» καὶ ἡ «Νύχτα» περιέχονται στὴ Μαθητεία, Ἀθήνα 2013.

Ἡ «Ἐναρμόνισις» καὶ ὁ «Ἀγαθόφρων» περιλαμβάνονται στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Τὸ μέτωπο, Ἀθήνα 1992.

Τέλος, ἡ πρώτη μου ποιητικὴ συλλογὴ περιέχει τὰ τέσσερα τελευταῖα ποιήματα. (Σημεῖα κι Ἐπιφάνειες, Ἰωάννινα 1986, εἰκονογράφηση Ἰσμήνης Μυλωνᾶ).

 

*Το τελευταῖο πρωτόλειο ποίημα μὲ τίτλο «Μουσικὴ» περιλαμβάνεται ἐδῶ μόνο καὶ μόνο γιὰ τὸ θαυμάσιο σχέδιο τῆς Ἰσμήνης Μυλωνᾶ, ἐκλεκτῆς φίλης καὶ παλιᾶς μου συμφοιτήτριας στὸ Φυσικὸ Τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων.

Ἡ «Χαριτωμένη συντροφιὰ» εἶναι δημοτικὸ ἀργὸ καθιστικὸ τραγούδι. Τὸ τραγουδοῦσε ἡ γιαγιά μου ἡ Ἀναστασία, ἰδίως ὅταν τῆς τὸ ζητούσαμε, στὰ γιορτινὰ τραπέζια. Ἔτσι τὸ πρωτοάκουσα.

 

Ἡ Ἰσμήνη Μυλωνᾶ φιλοτέχνησε καὶ τὸ σχέδιο γιὰ τὴν «Ἀνακύκληση»