Ι

 

Στην κορυφή του λόφου πέντε αλώνια,

να μας θυμίζουν

πως στον τόπο τούτο

ζήσαν

άνθρωποι.

 

Από το έκτο

μένει μόνο

το περίγραμμα·

κι αυτό μισό,

ίδιο δασεία.

 

     

       ΙΙ

 

Ογδόντα τρία,

Ιούλιος.

Για έναν μήνα παραθέριση.

 

Μύριζε μούχλα του χειμώνα

το δωμάτιο.

Πόρτες, παράθυρα ανοιχτά. Ακόμα

χάσκουν.

 

     

ΙΙΙ

 

Τι τρυφερό της θάλασσας

το χάδι!

Όπως τραγούδι

των Σειρήνων.

 

 

 

 ΙV

 

Τριζοβολάει

η ζωή

το καλοκαίρι.

Ριζοβολάει

απ’ τις δεκαπέντε

ο Σεπτέμβρης.

 

 

 

V

 

Ό,τι άγευστο, ά-

νοστο.

Το γεύτηκε,

μαυρισμένο χαμίνι, στο μπράτσο του.

Και κατόπιν,

στα είκοσι,

στ’ απαλό της αυτί

με το άσπρο βελούδινο χνούδι.

Πενηντάρισε,

μα ποτέ δε λησμόνησε

της ζωής το αλάτι.

 

VI

 

Αλαφροπάτητος

ο ψευδομύστης

λογάριαζε ολημερίς

το αίμα που μας στοίχειωνε:

«Λες κι είχαμε περίσσεμα,

δώσαμε και του Χάρου».

 

Με τα πολλά,

τον φυλακίσαμε

σε ένα δερματόδετο βιβλίο,

βέβαιοι πως κανείς δε θα τ’ ανοίξει,

μέσα στην άχνη σκόνη

που ξερνούσαν τα ξετσίπωτα παράθυρα.

 

Και έτσι,

ομόρφυνε κι αυτό το καλοκαίρι μας.