Η «Περσεφόνη» του Γιάννη Ρίτσου, που παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία της Άσπας Τομπούλη την περασμένη σεζόν ανεβαίνει για β’ σεζόν σε παραγωγή της Θεατρικής Εταιρείας Όψεις στο Θέατρο Φούρνος,  από το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024 και θα παίζεται έως τις 24/11 κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 9:00 μμ. 

Η «Περσεφόνη» ανεβαίνει με τις ηθοποιούς Άντρια Ράπτη και Μιράντα Ζησιμοπούλου, τα σκηνικά-κοστούμια είναι της Χαράς Κονταξάκη, οι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις και τα Visuals του Διονύση Σιδηροκαστρίτη. Σχεδιασμός κίνησης Άσπα Τομπούλη, σχεδιασμός φωτισμών Αποστόλης Τσατσάκος, βοηθός σκηνοθέτη Ματίνα Δημητροπούλου.

 

 

[ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]

Αλήθεια σού λέω, — ήμουν καλά εκεί πέρα. Συνήθισα. Εδώ δεν αντέχω·
είναι πολύ το φως —μ’ αρρωσταίνει— απογυμνωτικό, απροσπέλαστο·
όλα τα δείχνει και τα κρύβει· αλλάζει κάθε τόσο — δεν προφταίνεις· αλλάζεις·
αισθάνεσαι το χρόνο που φεύγει — μια ατέλειωτη, κουραστική μετακίνηση·
σπάζουν τα γυαλικά στη μετακόμιση, μένουν στο δρόμο, αστράφτουν·
άλλοι πηδούν στη στεριά, άλλοι ανεβαίνουν στα πλοία· — όπως τότε,
έρχονταν, φεύγαν οι επισκέπτες μας, έρχονταν άλλοι·
μέναν για λίγο στους διαδρόμους οι μεγάλες βαλίτσες τους —
μια ξένη μυρωδιά, ξένες χώρες, ξένα ονόματα, — το σπίτι
δε μας ανήκε· — ήταν κι αυτό μια βαλίτσα μ’ εσώρουχα καινούρια, άγνωστά μας —
μπορούσε κάποιος να την πάρει απ’ το πέτσινο χερούλι και να φύγει.

Εκείνο τον καιρό, χαιρόμασταν βέβαια. Μια κίνηση τότε
έμοιαζε κάπως σαν ανέβασμα· — κάτι έρχονταν πάντα·
και μόλο που και τότε φοβόμασταν πως θα ’φευγε, δεν ξέραμε ακόμη
το κρυφό πήδημα του πλοίου απ’ τ’ άλλο μέρος του ορίζοντα
ή του χελιδονιού και της αγριόχηνας απ’ τ’ άλλο μέρος του λόφου.

Επάνω στο τραπέζι αστράφταν τα ποτήρια, τα πιάτα, τα πιρούνια
χρυσά και γαλάζια απ’ την ανταύγεια της θάλασσας. Το τραπεζομάντιλο
άσπρο, καλοσιδερωμένο, ήταν μια λάμψη επίπεδη· δεν είχε
διόλου εσοχές να καταφεύγουν άλλα νοήματα, άλλες εικασίες. Τώρα
τούτο το φως αβάσταχτο, — παραμορφώνει τα πάντα, τα δείχνει
μέσα στην παραμόρφωσή τους· κι η φωνή της θάλασσας
κουραστική, μ’ εκείνο το ασταθές της απέραντο, τα φευγαλέα χρώματά της,
με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της. Κι αυτοί οι ανόητοι βαρκάρηδες
με τα βρακιά τους ανασκουμπωμένα, μουσκεμένα, σ’ εξοργίζουν·
χώρια οι κολυμβητές, σαν καρβουνιάρηδες, πασαλειμμένοι με άμμο,
γελώντας, φωνασκώντας (χαρούμενοι τάχα) μόνο για να τους ακούσουν
σα να μην επαρκούν στον εαυτό τους.

Κει πέρα,
κανείς δεν πέφτει στο νερό· κανείς δε φωνάζει. Τα τρία ποτάμια,
σταχτιά, ακατάδεχτα, καθώς συρρέουν τριγύρω στο μεγάλο βράχο,
έχουν ολότελα άλλο θόρυβο —ισχυρό, ομοιόμορφο—
εκείνον τον ακίνητο θόρυβο της αιώνιας ροής· — τον συνηθίζεις·
σχεδόν δεν τον ακούς.

Όταν πρωτόρθε στο σπίτι ο αδελφός της μητέρας
είχε κάτι σταχτί, σαν αυτά τα ποτάμια. Ξαφνικά είχε αρρωστήσει.
Τον βάλαν στο μεγάλο κρεβάτι· του πήραν βεντούζες (θαρρώ είχε κρυώσει
απ’ το μεγάλο φως κι απ’ τη ζέστη) · — θυμάμαι τις πλάτες του
μελαχρινές, φαρδιές, δυνατές, σα χλοϊσμένο λιβάδι. Φοβόμουν
μην πάρει φωτιά το τρίχωμά του, — τόσο σιμά το σπαρματσέτο,
άσπρο το σπαρματσέτο στο ασημένιο κηροπήγιο. Μετά το ακουμπήσαν
στο μάρμαρο του νιπτήρα. Το δωμάτιο μύριζε καμένο μπαμπάκι.
Τα ρούχα του, ακόμη ζεστά, ριγμένα στην καρέκλα. Κοιτούσα
το σπαρματσέτο να στάζει μεγάλες σταγόνες στο μάρμαρο.

Ο θείος
έπιασε τη ματιά μου. Ντράπηκα. Ήθελα να φύγω. Δεν μπορούσα.
Είχε γυρίσει ανάσκελα· είχε κατεβάσει τη φανέλα του·
και μόλο που το στήθος του ήταν σκοτεινό, κι η φανέλα του κάτασπρη,
είχες ωστόσο την εντύπωση πως μια κατάμαυρη κουρτίνα
είχε σκεπάσει κάτι πολύ φωτεινό κι επικίνδυνο. Έτσι, τότε,
ο θείος, με το σεντόνι ανεβασμένο ώς πάνω στο πηγούνι,
χαμογελούσε ωραία μέσ’ απ’ τον πυρετό του. Κάτω απ’ το σεντόνι
ξεχώριζαν τα δυνατά του πόδια ώς τη ρίζα. Βγήκα απ’ το δωμάτιο.
Δεν τον ξανάδα όσο έμεινε· γυρνούσα στους αγρούς.

Τρεις μήνες αργότερα
έστειλε στη μητέρα, από μια ξένη χώρα, ένα σωρό παλιά του ρούχα
για τους φτωχούς. Αμέσως αναγνώρισα το σώμα του. Ένα παντελόνι
το αφήσαν αρκετές ημέρες στην κρεμάστρα του διαδρόμου. Το κοιτούσα
ώρες ολόκληρες, τ’ άγγιζα με τα χέρια μου· σκεφτόμουν να το κλέψω,
να το κρύψω κάτω απ’ το στρώμα μου, να το φορέσω. Φοβόμουν. Μια μέρα,
έβαλα μια καρέκλα· ανέβηκα· έχωσα το πρόσωπό μου και το οσμιζόμουν.
Έπεσα απ’ την καρέκλα. Τρόμαξα. Δε χτύπησα. Με το θόρυβο τρέξαν.
Δεν είπα τίποτα. Καθόλου πόνος. Μια γεύση μονάχα βαθιάς αμαρτίας.

 

[…]

 

*****************************************************************************************************

Το έργο

Η «Περσεφόνη» είναι ένα ακόμα κείμενο του Γιάννη Ρίτσου από την Τέταρτη Διάσταση -κορυφαίο έργο του ποιητή από 17 δραματικούς μονολόγους σμιλεμένους πάνω σε αυθεντικό τραγικό υλικό- που παρουσιάζουν οι Όψεις και η Άσπα Τομπούλη μετά από την «Ισμήνη» (2010 και 2012).

Είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του Ρίτσου, καθώς το θέμα -η αρπαγή της ηρωίδας από τον Πλούτωνα και η κάθοδός της στον Άδη- δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να ανατρέψει τον μύθο και να γράψει ένα τολμηρό κείμενο για την απελευθέρωση του ανθρώπου μέσα από την εκπλήρωση της ερωτικής επιθυμίας.

Ο Ρίτσος ακολουθεί την εκδοχή του μύθου όπως εμφανίζεται στο ομώνυμο έργο του Andre Gide, που θέλει την Περσεφόνη να κατεβαίνει στον Άδη με τη θέλησή της και όχι να αρπάζεται βίαια από τον Πλούτωνα.  Πάνω σε αυτόν τον θεματικό καμβά, ο Ρίτσος συνθέτει ένα σύγχρονο, αισθησιακό, βαθιά προσωπικό και εξαιρετικά γοητευτικό κείμενο, ένα έργο διαχρονικά επίκαιρο, τολμηρό, τελικά ένα έργο συγκλονιστικό.

 

**************************************

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Περσεφόνη

του Γιάννη Ρίτσου

Σκηνοθεσία, δραματουργική επεξεργασία: Άσπα Τομπούλη

Σκηνικά-κοστούμια: Χαρά Κονταξάκη

Μουσικές συνθέσεις, Visuals: Διονύσης Σιδηροκαστρίτης

Σχεδιασμός κίνησης: Άσπα Τομπούλη

Σχεδιασμός φωτισμών: Αποστόλης Τσατσάκος

Βοηθός σκηνοθέτη Ματίνα Δημητροπούλου

 

Ηθοποιοί:

Άντρια Ράπτη (Περσεφόνη-ταξιδιώτισσα)

Μιράντα Ζησιμοπούλου (νεαρή Περσεφόνη)

 

Βοηθός σκηνογράφου Βασίλειος Γαλουτζής

Φωτογραφίες Υπατία Κορνάρου

Γραφιστικά Αριάδνη Μιχαηλάρη

Teaser: Ηλίας Μιχαηλάκης

Επικοινωνία Δέσποινα Ερρίκου

Παραγωγή Θεατρική Εταιρεία Όψεις (ΑΜΚΕ)